ψυγείο: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / ψυγεῖον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συσκευή]] ή [[ειδικός]] [[χώρος]] που ψύχεται με τη [[βοήθεια]] ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] παλαιότερα) ειδικό [[έπιπλο]] για τον ίδιο σκοπό, στο οποίο η [[ψύξη]] διασφαλίζεται με τη [[χρήση]] πάγου, κν. [[παγωνιέρα]]<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> [[σύστημα]] απαγωγής της θερμότητας η οποία αναπτύσσεται σε μηχανές εσωτερικής καύσης για [[προστασία]] τους από την [[υπερθέρμανση]]<br /><b>4.</b> όχημα ή [[πλοίο]] εφοδιασμένο με ψυκτικά μηχανήματα [[έτσι]] ώστε να διατηρούνται τα μεταφερόμενα προϊόντα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ψυγείο]] αυτοκινήτου» — [[εναλλάκτης]] θερμότητας στον οποίο αποδίδεται η [[θερμότητα]] του ψυκτικού υγρού του κινητήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) [[σκεύος]] στο οποίο ψύχεται [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[ψυκτήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψυγ</i>- του αορ. <i>ἐψύγην</i> του [[ψύχω]] (II) «[[παγώνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εῖον</i> ([[πρβλ]]. [[σφαγεῖον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:04, 13 May 2023
Greek Monolingual
το / ψυγεῖον, ΝΑ
νεοελλ.
1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα
2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον ίδιο σκοπό, στο οποίο η ψύξη διασφαλίζεται με τη χρήση πάγου, κν. παγωνιέρα
3. τεχνολ. σύστημα απαγωγής της θερμότητας η οποία αναπτύσσεται σε μηχανές εσωτερικής καύσης για προστασία τους από την υπερθέρμανση
4. όχημα ή πλοίο εφοδιασμένο με ψυκτικά μηχανήματα έτσι ώστε να διατηρούνται τα μεταφερόμενα προϊόντα
5. φρ. «ψυγείο αυτοκινήτου» — εναλλάκτης θερμότητας στον οποίο αποδίδεται η θερμότητα του ψυκτικού υγρού του κινητήρα
αρχ.
1. (κυρίως κατά τον Ησύχ.) σκεύος στο οποίο ψύχεται νερό
2. ψυκτήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- του αορ. ἐψύγην του ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -εῖον (πρβλ. σφαγεῖον)].