ἑτερόπους: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[ἑτερόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν [[μεταξύ]] τους ως [[προς]] το [[μήκος]] ή το [[σχήμα]], ο [[χωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]) [[πρβλ]]. | |mltxt=-ουν (ΑΜ [[ἑτερόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν [[μεταξύ]] τους ως [[προς]] το [[μήκος]] ή το [[σχήμα]], ο [[χωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]) [[πρβλ]]. [[δίπους]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 15 May 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, with uneven feet, halting, Alciphr.3.27, Philostr.VS1.21.1, Hippiatr. 13.
German (Pape)
[Seite 1049] mit ungleichen Füßen, auf einem Fuße hinkend, Alciphr. 3, 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίσους τὸ μέγεθος, ἑπομένως χωλός, Ἀλκίφρων 3. 27, Φιλόστρ. 515, Ἱππιατρ. 53. 8, ἴδε Φιλολ. Ποικίλα Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 43.
Greek Monolingual
-ουν (ΑΜ ἑτερόπους, -ουν)
αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μήκος ή το σχήμα, ο χωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πους (< πους) πρβλ. δίπους].