μητροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μητρο-[[φόνος]], ον [*[[φένω]]<br /><b class="num">1.</b> murdering one's [[mother]], [[matricidal]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]] a [[matricide]], Aesch.
|mdlsjtxt=μητρο-[[φόνος]], ον [*[[φένω]]<br /><b class="num">1.</b> murdering one's [[mother]], [[matricidal]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]] a [[matricide]], Aesch.
}}
{{trml
|trtx====[[matricide]]===
Armenian: մայրասպան; Czech: matkovrah; French: [[matricide]]; German: [[Muttermörder]], [[Muttermörderin]]; Greek: [[μητροκτόνος]]; Ancient Greek: [[μητραλοίας]], [[μητραλοίης]], [[μητρολέτης]], [[μητρορραίστης]], [[μητροφόνος]]; Irish: marfóir máthar; Latin: [[matricida]]; Polish: matkobójca, matkobójczyni; Portuguese: [[matricida]]; Russian: [[матереубийца]]; Serbo-Croatian Roman: materoubica, majkoubica; Swedish: modermördare
}}
}}

Revision as of 07:59, 15 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροφόνος Medium diacritics: μητροφόνος Low diacritics: μητροφόνος Capitals: ΜΗΤΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: mētrophónos Transliteration B: mētrophonos Transliteration C: mitrofonos Beta Code: mhtrofo/nos

English (LSJ)

ον, A murdering one's mother, ἀντίποιν' ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας (Casaub. for μητροφόνας) A.Eu.268 (lyr.). 2 as substantive, matricide, ib.257 (lyr.). II slayer of a mother, Nonn.D.43.147, al.

German (Pape)

[Seite 180] die Mutter mordend; δύα, Aesch. Eum. 258; subst., der Muttermörder, 246.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
meurtrier de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

μητροφόνος:
I дор. μᾱτροφόνος 2 убивающий мать (δύαι Aesch.).
II дор. ματροφόνος ὁ матереубийца Aesch., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μητροφόνος: -ον, μητροκτόνος, ἀντίποιν’ ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας (οὕτω ὁ Casaub ἀντὶ μητροφόνας), Αἰσχύλ. Εὐμ. 268. 2) ὡς οὐσ., μητραλοίας, φονεὺς τῆς ἰδίας μητρός, αὐτόθι 257.

Greek Monolingual

-ο (Α μητροφόνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) μητροκτόνος
αρχ.
αυτός που φονεύει τη μητέρα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. ανδροφόνος.

Greek Monotonic

μητροφόνος: -ον (*φένω),·
1. αυτός που σκοτώνει τη μητέρα του, μητροκτόνος, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., μητροκτονία, στον ίδ.

Middle Liddell

μητρο-φόνος, ον [*φένω
1. murdering one's mother, matricidal, Aesch.
2. as substantive a matricide, Aesch.

Translations

matricide

Armenian: մայրասպան; Czech: matkovrah; French: matricide; German: Muttermörder, Muttermörderin; Greek: μητροκτόνος; Ancient Greek: μητραλοίας, μητραλοίης, μητρολέτης, μητρορραίστης, μητροφόνος; Irish: marfóir máthar; Latin: matricida; Polish: matkobójca, matkobójczyni; Portuguese: matricida; Russian: матереубийца; Serbo-Croatian Roman: materoubica, majkoubica; Swedish: modermördare