ὑπόπωλος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[ιδίως]] για θηλυκό [[άλογο]]) αυτός που έχει από [[κάτω]] του και θηλάζει [[πουλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]], νεαρό ζώο» (<b>πρβλ.</b> [[ὑπέρ]]-<i>πωλος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />([[ιδίως]] για θηλυκό [[άλογο]]) αυτός που έχει από [[κάτω]] του και θηλάζει [[πουλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]], νεαρό ζώο» ([[πρβλ]]. [[ὑπέρπωλος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:49, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπωλος Medium diacritics: ὑπόπωλος Low diacritics: υπόπωλος Capitals: ΥΠΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: hypópōlos Transliteration B: hypopōlos Transliteration C: ypopolos Beta Code: u(po/pwlos

English (LSJ)

ον, with a foal at foot, of a mare, Str.8.3.28, Hippiatr. 114; κάμηλος PGen.30.7 (ii A. D.); cf. ὕπαρνος.

German (Pape)

[Seite 1230] ein Fohlen unter sich habend, es säugend, ἵππος Strab. 8, 3,28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui allaite ou élève un poulain (jument).
Étymologie: ὑπό, πῶλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπωλος: -ον, ἐπὶ θηλείας ἵππου, ἡ ἔχουσα ὑφ’ ἑαυτὴν πῶλον, Στράβ. 351· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπορτις.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ιδίως για θηλυκό άλογο) αυτός που έχει από κάτω του και θηλάζει πουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πῶλος «πουλάρι, νεαρό ζώο» (πρβλ. ὑπέρπωλος)].

Greek Monotonic

ὑπόπωλος: -ον, αυτή που έχει ένα πουλαράκι από κάτω της, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὑπό-πωλος, ον,
with a foal under her, Strab.