φαρύγγεθρον: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[φαρύγεθρον]] και [[φαρύγετρον]] και [[φαρύγαθρον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φάρυγγας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φαρύγεθρον]]<br />ὁ κατὰ τὰ [[παρίσθμια]] [[τόπος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φάρυξ</i>, -<i>υγος</i> / -<i>υγγος</i> (για τις μορφές του θ. <b>βλ. λ.</b> [[φάρυγγας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> ( | |mltxt=και [[φαρύγεθρον]] και [[φαρύγετρον]] και [[φαρύγαθρον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φάρυγγας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φαρύγεθρον]]<br />ὁ κατὰ τὰ [[παρίσθμια]] [[τόπος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φάρυξ</i>, -<i>υγος</i> / -<i>υγγος</i> (για τις μορφές του θ. <b>βλ. λ.</b> [[φάρυγγας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[σκανδάληθρον]]). Η [[μορφή]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> του επιθήματος μπορεί να ερμηνευθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] τ. που προέρχονται από δισύλλαβες ρίζες (<b>πρβλ.</b> <i>ὄλ</i>-<i>ε</i>-[[θρος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 16 May 2023
English (LSJ)
τό, = φάρυγξ, Hp.Anat.1, Ruf.Onom.62, Aret.SA 1.7:—φαρύγεθρον Poll.2.207 (with v.l. -ετρον ib.99); φαρύγαθρον Hsch.
German (Pape)
[Seite 1257] τό, = Folgdm, Poll. 2, 99. 207.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰρύγγεθρον: ἢ φᾰρύγεθρον, τό, = φάρυγξ, Ἱππ. 915Η, Ροῦφ.· ― φαρύγετρον παρὰ Πολυδ. Β΄, 99, καὶ διάφορ. γραφὴ αὐτόθι 207. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαρύγεθρον. ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος».
Greek Monolingual
και φαρύγεθρον και φαρύγετρον και φαρύγαθρον, τὸ, Α
1. φάρυγγας
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρύγεθρον
ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, -υγος / -υγγος (για τις μορφές του θ. βλ. λ. φάρυγγας) + επίθημα -ε-θρον (πρβλ. σκανδάληθρον). Η μορφή -ε-θρον του επιθήματος μπορεί να ερμηνευθεί ως αναλογικός σχηματισμός προς τ. που προέρχονται από δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. ὄλ-ε-θρος)].