ἀκτένιστος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκτένιστος:''' -ον ([[κτενίζω]]), αχτένιστος, [[ατημέλητος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀκτένιστος:''' -ον ([[κτενίζω]]), [[αχτένιστος]], [[ατημέλητος]], σε Σοφ.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκτένιστος:''' не(при)чесанный ([[κόμη]] Soph.).
|elrutext='''ἀκτένιστος:''' [[нечесанный]], [[непричесанный]] ([[κόμη]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:06, 17 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτένιστος Medium diacritics: ἀκτένιστος Low diacritics: ακτένιστος Capitals: ΑΚΤΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akténistos Transliteration B: aktenistos Transliteration C: aktenistos Beta Code: a)kte/nistos

English (LSJ)

ον, uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.

Spanish (DGE)

-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: , κτενίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.

Greek Monotonic

ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.

German (Pape)

κόμη, ungekämmt, Soph. O.C. 1263.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτένιστος: нечесанный, непричесанный (κόμη Soph.).

Middle Liddell

κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.