κυβισμός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyvismos
|Transliteration C=kyvismos
|Beta Code=kubismo/s
|Beta Code=kubismo/s
|Definition=ὁ, prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cubing: making into a solid</b>, Theol.Ar.36.</span>
|Definition=ὁ, prop. [[cubing]]: [[making into a solid]], Theol.Ar.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυβισμός''': ὁ, ἡ [[ἀνύψωσις]] ἀριθμοῦ εἰς κύβον, τριτοβάθμιον δύναμιν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 36. 21.
|lstext='''κυβισμός''': ὁ, ἡ [[ἀνύψωσις]] ἀριθμοῦ εἰς κύβον, τριτοβάθμιον δύναμιν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 36. 21.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κυβισμός]]) [[κυβίζω]]<br />[[ανύψωση]] αριθμού στον κύβο, στην [[τρίτη]] [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπολογισμός]] όγκου σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> καλλιτεχνική [[τάση]] που εμφανίστηκε το 1906 και [[κατά]] την οποία ο [[πίνακας]] ή το γλυπτό αντιμετωπίζονται ως πλαστικά δημιουργήματα άσχετα με την άμεση [[μίμηση]] τών σχημάτων της φύσης<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> (εσφ. όρος) <b>βλ.</b> [[κυλινδρισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβισμός Medium diacritics: κυβισμός Low diacritics: κυβισμός Capitals: ΚΥΒΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kybismós Transliteration B: kybismos Transliteration C: kyvismos Beta Code: kubismo/s

English (LSJ)

ὁ, prop. cubing: making into a solid, Theol.Ar.36.

German (Pape)

[Seite 1523] ὁ, das Erheben einer Zahl in den Kubus, Theolog. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

κυβισμός: ὁ, ἡ ἀνύψωσις ἀριθμοῦ εἰς κύβον, τριτοβάθμιον δύναμιν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 36. 21.

Greek Monolingual

ο (Α κυβισμός) κυβίζω
ανύψωση αριθμού στον κύβο, στην τρίτη δύναμη
νεοελλ.
1. υπολογισμός όγκου σε κυβικά μέτρα
2. καλλιτεχνική τάση που εμφανίστηκε το 1906 και κατά την οποία ο πίνακας ή το γλυπτό αντιμετωπίζονται ως πλαστικά δημιουργήματα άσχετα με την άμεση μίμηση τών σχημάτων της φύσης
3. τεχνολ. (εσφ. όρος) βλ. κυλινδρισμός.