κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyminopristokardamoglyfos
|Transliteration C=kyminopristokardamoglyfos
|Beta Code=kuminopristokardamoglu/fos
|Beta Code=kuminopristokardamoglu/fos
|Definition=[<b class="b3">γλῠ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cummin-splitting-cressscraper</b>, strengthd.for foreg., <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1357</span>.</span>
|Definition=ον, [[cummin-splitting-cressscraper]], strengthd. for [[κυμινοπρίστης]], Ar. ''V.'' 1357.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />scie-cumin-râpe-cresson, <i>càd</i> avare renforcé.<br />'''Étymologie:''' [[κυμινοπρίστης]], κάρδαμος, [[γλύφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος -ον [κύμινον, πρίω, κάρδαμον, γλύφω] kom. die-komijn-nog-doorsnijdt-en-tuinkers-nog-uitholt (d.w.z. gierig).
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], Ar. <i>Vesp</i>. 1357, <i>[[κυμινοπρίστης]] noch [[gesteigert]], der [[Kümmel]] und [[Kresse]] spaltet</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος:''' (λῠ) ὁ разрезающий тмин и соскребывающий салат, т. е. сверхскряга Arph.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος]], -ον (Α)<br />(<b>κωμ. λ.</b>) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το [[κύμινο]] και γλύφει τα κάρδαμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμινον]] <span style="color: red;">+</span> [[πρίστης]] <span style="color: red;">+</span> [[κάρδαμον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος:''' [ῠ], -ου ([[γλύφω]]), αυτός που πριονίζει το [[κύμινο]] και ξύνει το [[κάρδαμο]], σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος''': -ον, ὁ πριονίζων τὸ [[κύμινον]] καὶ ξύων τὸ [[κάρδαμον]], ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ [[κυμινοπρίστης]], Ἀριστοφ. Σφ. 1357.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠ˘μῑνο-πριστο-καρδᾰμο-γλύφος, ον [[γλύφω]]<br />a cummin-splitting-cress-[[scraper]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

English (LSJ)

ον, cummin-splitting-cressscraper, strengthd. for κυμινοπρίστης, Ar. V. 1357.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
scie-cumin-râpe-cresson, càd avare renforcé.
Étymologie: κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος -ον [κύμινον, πρίω, κάρδαμον, γλύφω] kom. die-komijn-nog-doorsnijdt-en-tuinkers-nog-uitholt (d.w.z. gierig).

German (Pape)

[ῑ], Ar. Vesp. 1357, κυμινοπρίστης noch gesteigert, der Kümmel und Kresse spaltet.

Russian (Dvoretsky)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: (λῠ) ὁ разрезающий тмин и соскребывающий салат, т. е. сверхскряга Arph.

Greek Monolingual

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, -ον (Α)
(κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + -γλύφος (< γλύφω)].

Greek Monotonic

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: [ῠ], -ου (γλύφω), αυτός που πριονίζει το κύμινο και ξύνει το κάρδαμο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: -ον, ὁ πριονίζων τὸ κύμινον καὶ ξύων τὸ κάρδαμον, ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ κυμινοπρίστης, Ἀριστοφ. Σφ. 1357.

Middle Liddell

κῠ˘μῑνο-πριστο-καρδᾰμο-γλύφος, ον γλύφω
a cummin-splitting-cress-scraper, Ar.