ὁμοίιος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoiios
|Transliteration C=omoiios
|Beta Code=o(moi/ios
|Beta Code=o(moi/ios
|Definition=(A), ον, Ep. Adj. of uncertain meaning, perh. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">distressing</b> ( = [[κακός]] acc. to Anon. ap. Apollon.<span class="title">Lex.</span>, also expld. as <b class="b2">common to all</b> or <b class="b2">impartial</b>, ibid., Hsch., cf. [[ξυνός]]), ἀλλά σε γῆρας τείρει ὁ. <span class="bibl">Il.4.315</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span> 244</span> ; θάνατος <span class="bibl">Od.3.236</span> ; νεῖκος <span class="bibl">Il.4.444</span> ; πόλεμος <span class="bibl">9.440</span>, <span class="bibl">13.358</span>, <span class="bibl">15.670</span>, al. (In place of <b class="b3">ὁμοιίου</b> () <b class="b3">πολέμοιο ὁμοιίοο πτολέμοιο</b> shd. be restored.)</span><br /><span class="bld">ὁμοί-ιος</span> (B), ον, Ep. (not in Hom.) for <b class="b3">ὁμοῖος, πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like in mind</b> or <b class="b2">wish, at one with</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>182</span> ; δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος <span class="bibl">Xenoph.23.2</span> ; θηκτοῖσιν ὁμοίιος ἦεν ἀκωκαῖς <span class="bibl">Pancrat. <span class="title">Oxy.</span>1085.23</span> ; <b class="b3">χἁ νὺξ . . ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς</b> night and day are <b class="b2">equal</b>, <span class="bibl">Bion<span class="title">Fr.</span>15.18</span>.</span>
|Definition=(A), ον, Ep. Adj. of uncertain meaning, perhaps<br><span class="bld">A</span> [[distressing]] ( = [[κακός]] acc. to Anon. ap. Apollon.''Lex.'', also expld. as [[common to all]] or [[impartial]], ibid., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. [[ξυνός]]), ἀλλά σε γῆρας τείρει ὁ. Il.4.315, cf. ''h.Ven.'' 244; θάνατος Od.3.236; νεῖκος Il.4.444; πόλεμος 9.440, 13.358, 15.670, al. (In place of [[ὁμοιίου]] () <b class="b3">πολέμοιο ὁμοιίοο πτολέμοιο</b> should be restored.)<br /><br />(B), ον, Ep. (not in Hom.) for <b class="b3">ὁμοῖος, πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος</b> [[like in mind]] or [[wish]], [[at one with]], Hes.''Op.''182; δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος Xenoph.23.2; θηκτοῖσιν ὁμοίιος ἦεν ἀκωκαῖς Pancrat. ''Oxy.''1085.23; <b class="b3">χἁ νὺξ.. ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς</b> night and day are [[equal]], Bion''Fr.''15.18.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br />(για τα [[γηρατειά]], τον πόλεμο και τον θάνατο) [[κακός]], [[ολέθριος]] ή αυτός που [[είναι]] [[κοινός]] για όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που [[είναι]] [[κοινός]], όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ. εκτεταμένο τ. του επιθ. [[ὁμοῖος]] (<b>πρβλ.</b> <i>γελοίιος</i>: [[γελοῖος]]). Κατ' άλλους, η λ. έχει τη σημ. «[[κακός]], [[ολέθριος]]» και προέρχεται από αμάρτυρο <i>ὀμο</i>-<i>Fιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομο</i>-<i>F</i><i>ā</i>, τ. ο [[οποίος]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>amĭv</i><i>ā</i> «[[πόνος]], [[βάσανο]], [[ενόχληση]]» (<b>πρβλ.</b> [[ανία]])].<br /><b>(II)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όμοιος</i>.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁμοίϊος]], ον, [epic for [[ὅμοιος]], ον, Il.] [ῑ metri grat. [[before]] a [[long]] [[syllable]]]
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοίιος Medium diacritics: ὁμοίιος Low diacritics: ομοίιος Capitals: ΟΜΟΙΙΟΣ
Transliteration A: homoíios Transliteration B: homoiios Transliteration C: omoiios Beta Code: o(moi/ios

English (LSJ)

(A), ον, Ep. Adj. of uncertain meaning, perhaps
A distressing ( = κακός acc. to Anon. ap. Apollon.Lex., also expld. as common to all or impartial, ibid., Hsch., cf. ξυνός), ἀλλά σε γῆρας τείρει ὁ. Il.4.315, cf. h.Ven. 244; θάνατος Od.3.236; νεῖκος Il.4.444; πόλεμος 9.440, 13.358, 15.670, al. (In place of ὁμοιίου () πολέμοιο ὁμοιίοο πτολέμοιο should be restored.)

(B), ον, Ep. (not in Hom.) for ὁμοῖος, πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος like in mind or wish, at one with, Hes.Op.182; δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος Xenoph.23.2; θηκτοῖσιν ὁμοίιος ἦεν ἀκωκαῖς Pancrat. Oxy.1085.23; χἁ νὺξ.. ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς night and day are equal, BionFr.15.18.

Greek Monolingual

(I)
ὁμοίιος, -ον (Α)
(για τα γηρατειά, τον πόλεμο και τον θάνατο) κακός, ολέθριος ή αυτός που είναι κοινός για όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που είναι κοινός, όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ. εκτεταμένο τ. του επιθ. ὁμοῖος (πρβλ. γελοίιος: γελοῖος). Κατ' άλλους, η λ. έχει τη σημ. «κακός, ολέθριος» και προέρχεται από αμάρτυρο ὀμο-Fιος < ομο-Fā, τ. ο οποίος συνδέεται με αρχ. ινδ. amĭvā «πόνος, βάσανο, ενόχληση» (πρβλ. ανία)].
(II)
ὁμοίιος, -ον (Α)
βλ. όμοιος.

Middle Liddell

ὁμοίϊος, ον, [epic for ὅμοιος, ον, Il.] [ῑ metri grat. before a long syllable]