μυλλός: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myllos | |Transliteration C=myllos | ||
|Beta Code=mullo/s | |Beta Code=mullo/s | ||
|Definition=(A), ή, όν, | |Definition=(A), ή, όν, [[awry]], [[crooked]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (parox.); [[squint-eyed]], Eust.906.54II. καὶ παροιμία ἐπὶ τῶν ἀκουόντων καὶ ‹κωφότητα› προσποιουμένων, ἔστι δὲ καὶ κωμῳδιῶν ποιητὴς οὕτω καλούμενος [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]](B), ὁ, [[cake]] in the [[shape]] of [[pudenda muliebria]], Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] mit verzerrten Lippen, verrenkten Kinnbacken, übh. verzogen, verrenkt, VLL., Eust. 906, 54. ὁ, sicilisch, die weibliche Scham, Ath. XIV, 647 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] mit verzerrten Lippen, verrenkten Kinnbacken, übh. verzogen, verrenkt, VLL., Eust. 906, 54. ὁ, sicilisch, die weibliche Scham, Ath. XIV, 647 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />aux lèvres tombantes <i>ou</i> épaisses.<br />'''Étymologie:''' [[μύλλα]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />[[sorte de gâteau au sésame et au miel]].<br />'''Étymologie:''' mot sicilien.<br /><span class="bld">3</span>οῦ (ὁ) :<br /><i>[[pudenda muliebria]]</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μυλλός]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυλλός''': -όν, «μυλλόν· καμπύλον, σκολίον, κυλλόν. στρεβλὸν» Ἡσύχ. | |lstext='''μυλλός''': -όν, «μυλλόν· καμπύλον, σκολίον, κυλλόν. στρεβλὸν» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μυλλός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μυλλόν<br />καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>μυλλῶ</i> ή [[μυλλαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλλον]] «[[χείλος]]»), [[παρά]] το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «[[χείλος]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[μυλλός]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] πλακούντα που παρασκεύαζαν [[κατά]] τα Θεσμοφόρια με [[σουσάμι]] και [[μέλι]] σε [[σχήμα]] γυναικείου εφηβαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], συνουσιάζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[μυλλάς]]), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. [[μύλλον]] «[[χείλος]]», λόγω της μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο [[αιδοίο]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ή, όν, awry, crooked, Hsch. (parox.); squint-eyed, Eust.906.54II. καὶ παροιμία ἐπὶ τῶν ἀκουόντων καὶ ‹κωφότητα› προσποιουμένων, ἔστι δὲ καὶ κωμῳδιῶν ποιητὴς οὕτω καλούμενος Hsch.(B), ὁ, cake in the shape of pudenda muliebria, Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a.
German (Pape)
[Seite 217] mit verzerrten Lippen, verrenkten Kinnbacken, übh. verzogen, verrenkt, VLL., Eust. 906, 54. ὁ, sicilisch, die weibliche Scham, Ath. XIV, 647 a.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
aux lèvres tombantes ou épaisses.
Étymologie: μύλλα.
2οῦ (ὁ) :
sorte de gâteau au sésame et au miel.
Étymologie: mot sicilien.
3οῦ (ὁ) :
pudenda muliebria.
Étymologie: μυλλός².
Greek (Liddell-Scott)
μυλλός: -όν, «μυλλόν· καμπύλον, σκολίον, κυλλόν. στρεβλὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
μυλλός, -ή, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν
καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»
2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «χείλος»].
(II)
μυλλός, ὁ (Α)
είδος πλακούντα που παρασκεύαζαν κατά τα Θεσμοφόρια με σουσάμι και μέλι σε σχήμα γυναικείου εφηβαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μύλλω «συντρίβω, συνουσιάζομαι» (πρβλ. μυλλάς), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. μύλλον «χείλος», λόγω της μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο αιδοίο].