νεουργός: Difference between revisions
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neourgos | |Transliteration C=neourgos | ||
|Beta Code=neourgo/s | |Beta Code=neourgo/s | ||
|Definition=(A), όν, | |Definition=(A), όν, [[newmade]], [[new-made]], [[new]], [[ἱμάτιον]] Pl.''R.''495e; φοινικίδες Plu.''Aem.''18.<br /><br />(B), ὁ, ([[ναῦς]]) [[shipbuilder]], Poll.1.84. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), όν, newmade, new-made, new, ἱμάτιον Pl.R.495e; φοινικίδες Plu.Aem.18.
(B), ὁ, (ναῦς) shipbuilder, Poll.1.84.
German (Pape)
[Seite 245] neu gemacht, neu; ἱμάτιον, Plat. Rep. VI, 495 e; ἔλαιον, Plut. Symp. 8, 10, 1; a. Sp.; στολή, Poll. 1, 25. – Auch = Schiffbauer, Poll. 1, 84.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
nouvellement fait ou travaillé.
Étymologie: νέος, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
νεουργός: вновь сделанный, недавно приготовленный (ἱμάτιον Plat.; ἔλαιον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, νέος, καινουργής, ἱμάτιον Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3.
Greek Monolingual
(I)
νεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν ἱμάτιον ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», Πλάτ.)
2. (για γεωργική έκταση) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε εἶναι τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ νεουργός
ο ανακαινιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργός (< ἔργον)].
(II)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + -ουργός (< ἔργον)].
(III)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του νᾱός + -ουργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
νεουργός: -όν (*ἔργον), αυτός που φτιάχτηκε πρόσφατα, καινούριος.