ὑλωρός: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yloros | |Transliteration C=yloros | ||
|Beta Code=u(lwro/s | |Beta Code=u(lwro/s | ||
|Definition=ὁ, ([[οὖρος]] (B)) = [[ἀγρονόμος]], [[forester]], [[ranger]], | |Definition=ὁ, ([[οὖρος]] (B)) = [[ἀγρονόμος]], [[forester]], [[ranger]], Arist.''Pol.''1321b30: cf. [[ὑληωρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 16:07, 24 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (οὖρος (B)) = ἀγρονόμος, forester, ranger, Arist.Pol.1321b30: cf. ὑληωρός.
German (Pape)
[Seite 1177] = ὑληωρός, Forstaufseher, Arist. pol. 6, 8.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conservateur des forêts de l'État.
Étymologie: ὕλη, ὤρα.
Russian (Dvoretsky)
ὑλωρός: ὁ смотритель лесных участков, лесничий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλωρός: ὁ, (οὗρος) = ἀγρονόμος, ὁ τοῦ δάσους φύλαξ, ἄρχων τις ἐπιτετραμμένος τὴν φυλακὴν τῶν δασῶν τοῦ δημοσίου, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 6, πρβλ. ὑληωρός.
Greek Monolingual
ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α
(παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας του δάσους, δασοφύλακας
αρχ.
άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῦσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ωρός (βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρωρός].
Greek Monotonic
ὑλωρός: ὁ (οὖρος), = ἀγρονόμος, δασοφύλακας, σε Αριστ.