κροτητός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krotitos
|Transliteration C=krotitos
|Beta Code=krothto/s
|Beta Code=krothto/s
|Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[stricken]], [[sounding with blows]], κάρα A.Ch. 428.<br><span class="bld">2</span> [[κροτητὰ ἅρματα]] = [[rattling]], [[bumping]] [[chariot]]s, S.El.714; [[κροτητὰ πηκτίδων μέλη]] = [[music]] [[struck]] from the [[harp]], Id.Fr.241.<br><span class="bld">II</span> [[τὰ κροτητά]],<br><span class="bld">1</span> [[cake]]s of some kind, E.Fr.467.4.<br><span class="bld">2</span> [[much-trodden places]], Thphr.HP6.6.10.
|Definition=κροτητή, κροτητόν,<br><span class="bld">A</span> [[stricken]], [[sounding with blows]], κάρα A.Ch. 428.<br><span class="bld">2</span> [[κροτητὰ ἅρματα]] = [[rattling]], [[bumping]] [[chariot]]s, S.El.714; [[κροτητὰ πηκτίδων μέλη]] = [[music]] [[struck]] from the [[harp]], Id.Fr.241.<br><span class="bld">II</span> [[τὰ κροτητά]],<br><span class="bld">1</span> [[cake]]s of some kind, E.Fr.467.4.<br><span class="bld">2</span> [[much-trodden places]], Thphr.HP6.6.10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> retentissant;<br /><b>2</b> frappé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κροτέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[retentissant]];<br /><b>2</b> [[frappé]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κροτέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κροτητός -ή -όν [κροτέω] ratelend:. κτύπος κροτητῶν ἁρμάτων het lawaai van ratelende wagens Soph. El. 714. geslagen:. κροτητὸν ἀμὸν... κάρα mijn geslagen hoofd Aeschl. Ch. 428.
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[κροτέω]], <i>[[geschlagen]]</i>; κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῖ κροτητὸν ἁμὸν καὶ πανάθλιον [[κάρα]] Aesch. <i>Ch</i>. 428; ἅρματα, <i>[[rasselnd]]e</i> [[Wagen]], Soph. <i>El</i>. 714; <i>auf Saiteninstrumenten [[gespielt]]</i>, κροτητὰ [[μέλη]] Soph. bei Ath. IV.175e, und ähnl. A.
}}
{{elru
|elrutext='''κροτητός:'''<br /><b class="num">1</b> [[шумящий]], [[грохочущий]] (ἅρματα Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[получающий удары]] ([[κάρα]] Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[извлекаемый бряцанием по струнам]] ([[μέλη]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κροτητός]], -ή, -όν (Α) [[κροτώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον [[κάρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κροτητά</i><br />α) είδη γλυκισμάτων<br />β) [[τμήμα]] εδάφους που έχει πατηθεί πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα<br />β) «κροτητά πηκτίδων [[μέλη]]» — τραγούδια που παίζονται με [[πλήκτρο]].
|mltxt=[[κροτητός]], -ή, -όν (Α) [[κροτώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῖ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον [[κάρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κροτητά</i><br />α) είδη γλυκισμάτων<br />β) [[τμήμα]] εδάφους που έχει πατηθεί πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα<br />β) «κροτητά πηκτίδων [[μέλη]]» — τραγούδια που παίζονται με [[πλήκτρο]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κροτητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[κροτέω]], χτυπημένος, αυτός που ηχεί από χτυπήματα, σε Αισχύλ.· [[θορυβώδης]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κροτητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[κροτέω]], χτυπημένος, αυτός που ηχεί από χτυπήματα, σε Αισχύλ.· [[θορυβώδης]], σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κροτητός -ή -όν [κροτέω] ratelend:. κτύπος κροτητῶν ἁρμάτων het lawaai van ratelende wagens Soph. El. 714. geslagen:. κροτητὸν ἀμὸν... κάρα mijn geslagen hoofd Aeschl. Ch. 428.
}}
{{elru
|elrutext='''κροτητός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[шумящий]], [[грохочущий]] (ἅρματα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[получающий удары]] ([[κάρα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[извлекаемый бряцанием по струнам]] ([[μέλη]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κροτητός]], ή, όν verb. adj. of [[κροτέω]],]<br />[[stricken]], [[sounding]] with blows, Aesch.: rattling, Soph.
|mdlsjtxt=[[κροτητός]], ή, όν verb. adj. of [[κροτέω]],]<br />[[stricken]], [[sounding]] with blows, Aesch.: rattling, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτητός Medium diacritics: κροτητός Low diacritics: κροτητός Capitals: ΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: krotētós Transliteration B: krotētos Transliteration C: krotitos Beta Code: krothto/s

English (LSJ)

κροτητή, κροτητόν,
A stricken, sounding with blows, κάρα A.Ch. 428.
2 κροτητὰ ἅρματα = rattling, bumping chariots, S.El.714; κροτητὰ πηκτίδων μέλη = music struck from the harp, Id.Fr.241.
II τὰ κροτητά,
1 cakes of some kind, E.Fr.467.4.
2 much-trodden places, Thphr.HP6.6.10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 retentissant;
2 frappé.
Étymologie: adj. verb. de κροτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροτητός -ή -όν [κροτέω] ratelend:. κτύπος κροτητῶν ἁρμάτων het lawaai van ratelende wagens Soph. El. 714. geslagen:. κροτητὸν ἀμὸν... κάρα mijn geslagen hoofd Aeschl. Ch. 428.

German (Pape)

Adj. verb. zu κροτέω, geschlagen; κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῖ κροτητὸν ἁμὸν καὶ πανάθλιον κάρα Aesch. Ch. 428; ἅρματα, rasselnde Wagen, Soph. El. 714; auf Saiteninstrumenten gespielt, κροτητὰ μέλη Soph. bei Ath. IV.175e, und ähnl. A.

Russian (Dvoretsky)

κροτητός:
1 шумящий, грохочущий (ἅρματα Soph.);
2 получающий удары (κάρα Aesch.);
3 извлекаемый бряцанием по струнам (μέλη Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κροτητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κτυπημένος, ἠχῶν ἐκ τῶν κτυπημάτων, κάρα Αἰσχύλ. Χο. 428. 2) κρ. ἅρματα, κροτοῦντα, θορυβωδῶς ἠχοῦντα, (πρβλ. κροτέω Ι), Σχόλ. εἰς Ἠλ. 714· κροτητὰ πηκτίδων μέλη, παιζόμενα διὰ τοῦ πλήκτρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 227. ΙΙ. τὰ κροτητά, 1) εἴδη πλακουντίων, Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 4. 2) καλῶς πεπατημένον μέρος (ἐπὶ ἐδάφους), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 10.

Greek Monolingual

κροτητός, -ή, -όν (Α) κροτώ
1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῖ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά
α) είδη γλυκισμάτων
β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ
3. φρ. α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα
β) «κροτητά πηκτίδων μέλη» — τραγούδια που παίζονται με πλήκτρο.

Greek Monotonic

κροτητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κροτέω, χτυπημένος, αυτός που ηχεί από χτυπήματα, σε Αισχύλ.· θορυβώδης, σε Σοφ.

Middle Liddell

κροτητός, ή, όν verb. adj. of κροτέω,]
stricken, sounding with blows, Aesch.: rattling, Soph.