πλεοναχός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pleonachos
|Transliteration C=pleonachos
|Beta Code=pleonaxo/s
|Beta Code=pleonaxo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">manifold</b>, γενέσεως αἰτία <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.36U.</span>; <b class="b3">κατὰ π. τρόπον</b> ibid.; <b class="b3">τοῦ π. τρόπου</b> ib.<span class="bibl">p.41</span> U.; τὸ π. τὸ τῆς ῥητορικῆς <b class="b2">diversity</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.50 S.:— elsewh. only Adv. πλεον-ᾰχῶς <b class="b2">in various ways</b> or <b class="b2">senses</b>, λέγεσθαι <span class="bibl">Arist. <span class="title">APo.</span>89a28</span>, <span class="bibl"><span class="title">EN</span>1125b14</span>, <span class="bibl">1129a25</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.29U.</span>, al.; π. ἐτυμολογεῖν <span class="bibl">Str.10.3.8</span>: also πλειοναχῶς, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">Comm.Math.</span>p.93</span> F.</span>
|Definition=πλεοναχή, πλεοναχόν, [[manifold]], γενέσεως [[αἰτία]] Epicur.Ep.2p.36U.; [[κατὰ πλεοναχὸν τρόπον]] ibid.; τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου ib.p.41 U.; [[τὸ πλεοναχὸν]] τὸ τῆς [[ῥητορική|ῥητορικῆς]] = [[diversity]], Phld.Rh.1.50 S.:—elsewhere only Adv. [[πλεοναχῶς]] = [[in various ways]] or [[in various senses]], λέγεσθαι Arist. APo.89a28, EN1125b14, 1129a25, Epicur.Ep.1p.29U., al.; π. [[ἐτυμολογεῖν]] Str.10.3.8: also [[πλειοναχῶς]], Iamb. Comm.Math.p.93 F.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] [[mehrfach]]; Epicur. bei Diog. L. 10, 87. 95; adv., πλεοναχῶς, auf mehrere Arten, Epic. bei Diog. L. 10, 78. 80, Arist. part. an. 2. 2 u. öfter, topic. 1, 13 u. sonst.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[multiple]].<br />'''Étymologie:''' [[πλέων]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλεονᾰχός:''' [[многообразный]], [[многоразличный]] ([[τρόπος]] Diog. L.).
}}
{{ls
|lstext='''πλεονᾰχός''': -όν, πολλαπλοῦς, [[παντοῖος]], κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου [[αὐτόθι]], 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] είδους ή [[λογής]], [[παντοειδής]], [[ποικίλος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεοναχόν</i><br /><i>η</i> [[ποικιλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεοναχῶς</i> και [[πλειοναχῶς]] Α<br />με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῖν», Στραβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]], ουδ. του [[πλείων]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- (<b>βλ.</b> [[πανταχώς]], [[πανταχού]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονᾰχός Medium diacritics: πλεοναχός Low diacritics: πλεοναχός Capitals: ΠΛΕΟΝΑΧΟΣ
Transliteration A: pleonachós Transliteration B: pleonachos Transliteration C: pleonachos Beta Code: pleonaxo/s

English (LSJ)

πλεοναχή, πλεοναχόν, manifold, γενέσεως αἰτία Epicur.Ep.2p.36U.; κατὰ πλεοναχὸν τρόπον ibid.; τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου ib.p.41 U.; τὸ πλεοναχὸν τὸ τῆς ῥητορικῆς = diversity, Phld.Rh.1.50 S.:—elsewhere only Adv. πλεοναχῶς = in various ways or in various senses, λέγεσθαι Arist. APo.89a28, EN1125b14, 1129a25, Epicur.Ep.1p.29U., al.; π. ἐτυμολογεῖν Str.10.3.8: also πλειοναχῶς, Iamb. Comm.Math.p.93 F.

German (Pape)

[Seite 630] mehrfach; Epicur. bei Diog. L. 10, 87. 95; adv., πλεοναχῶς, auf mehrere Arten, Epic. bei Diog. L. 10, 78. 80, Arist. part. an. 2. 2 u. öfter, topic. 1, 13 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
multiple.
Étymologie: πλέων.

Russian (Dvoretsky)

πλεονᾰχός: многообразный, многоразличный (τρόπος Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

πλεονᾰχός: -όν, πολλαπλοῦς, παντοῖος, κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου αὐτόθι, 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν
η ποικιλία.
επίρρ...
πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α
με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῖν», Στραβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. του πλείων + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (βλ. πανταχώς, πανταχού)].