ήρης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iris
|Transliteration C=iris
|Beta Code=h)remh/rhs
|Beta Code=h)remh/rhs
|Definition=an Adj. termin., <span class="sense"><span class="bld">1</span> from <b class="b3">ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω</b>, as in <b class="b3">θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης</b>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> from <b class="b3">ἐρε-</b> (ἐρέ-της), as in <b class="b3">ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης</b>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> prob. from (ϝ) <b class="b3">ηρ-</b> (cf. [[ἦρα]] B) in pr.n. [[Περιήρης]], [[Διώρης]] (fr. [[Διοήρης]]).</span>
|Definition=an Adj. termin.,<br><span class="bld">1</span> from [[ἀραρεῖν]], [[ἀραρίσκω]], as in [[θυμαρής]], [[φρενήρης]], [[χαλκήρης]], [[εὐήρης]].<br><span class="bld">2</span> from ἐρε- ([[ἐρέτης]]), as in [[ἀμφήρης]], [[ἁλιήρης]], [[τριήρης]], etc.<br><span class="bld">3</span> prob. from (ϝ) ηρ- (cf. [[ἦρα]] B) in pr.n. [[Περιήρης]], [[Διώρης]] (fr. [[Διοήρης]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ήρης''': ἐπίθετ. [[κατάληξις]]. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς [[φρενήρης]], ἐρίηρες, [[θυμαρής]]. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ ([[ἐρέσσω]]), ὡς ἀμφ-[[ήρης]], ἁλι-[[ήρης]]· -τρι-[[ήρης]], τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. [[διήρης]], Gr. Et. ἀρ. 492.
|lstext='''ήρης''': ἐπίθετ. [[κατάληξις]]. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, [[ἀραρίσκω]]) ὡς [[φρενήρης]], ἐρίηρες, [[θυμαρής]]. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ ([[ἐρέσσω]]), ὡς [[ἀμφήρης]], [[ἁλιήρης]]· [[τριήρης]], [[τετρήρης]], κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. [[διήρης]], Gr. Et. ἀρ. 492.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ήρης:''' [[κατάληξη]] επιθέτων.<br /><b class="num">1.</b> από το <i>ἀραρ-εῖν</i>, <i>ἀραρ-[[ίσκω]]</i>, όπως το [[ἐρι-]][[ήρης]], <i>θυμ-ᾱρής</i>.<br /><b class="num">2.</b> από το <i>ἐρ-έσσω</i>, όπως το ἀμφ-[[ήρης]], ἁλι-[[ήρης]], [[τρι-]][[ήρης]], κ.λπ.
|lsmtext='''ήρης:''' [[κατάληξη]] επιθέτων.<br /><b class="num">1.</b> από το <i>ἀραρ-εῖν</i>, <i>ἀραρ-[[ίσκω]]</i>, όπως το [[ἐριήρης]], <i>θυμ-ᾱρής</i>.<br /><b class="num">2.</b> από το <i>ἐρέσσω</i>, όπως το [[ἀμφήρης]], [[ἁλιήρης]], [[τριήρης]], κ.λπ.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ήρης Medium diacritics: ήρης Low diacritics: ήρης Capitals: ΗΡΗΣ
Transliteration A: ḗrēs Transliteration B: ērēs Transliteration C: iris Beta Code: h)remh/rhs

English (LSJ)

an Adj. termin.,
1 from ἀραρεῖν, ἀραρίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης.
2 from ἐρε- (ἐρέτης), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc.
3 prob. from (ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).

Greek (Liddell-Scott)

ήρης: ἐπίθετ. κατάληξις. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς φρενήρης, ἐρίηρες, θυμαρής. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ (ἐρέσσω), ὡς ἀμφήρης, ἁλιήρης· τριήρης, τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. διήρης, Gr. Et. ἀρ. 492.

Greek Monotonic

ήρης: κατάληξη επιθέτων.
1. από το ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, όπως το ἐριήρης, θυμ-ᾱρής.
2. από το ἐρέσσω, όπως το ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, κ.λπ.