φορτηγικός: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fortigikos
|Transliteration C=fortigikos
|Beta Code=forthgiko/s
|Beta Code=forthgiko/s
|Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[carrying]] [[load]]s, [[πλοῖα φορτηγικά]] = [[cargo]] [[ship]]s, [[ship]]s [[of burden]], [[merchantmen]], Th.6.88, X.HG5.1.21.<br><span class="bld">2</span> [[φορτηγικὰ βρώματα]] = [[provision]]s such as are used in these [[ship]]s, i.e. [[sorry]] [[fare]], Dionys.Com.2.42.
|Definition=φορτηγική, φορτηγικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[carrying]] [[load]]s, [[πλοῖα φορτηγικά]] = [[cargo]] [[ship]]s, [[ship]]s [[of burden]], [[merchantmen]], Th.6.88, X.HG5.1.21.<br><span class="bld">2</span> [[φορτηγικὰ βρώματα]] = [[provision]]s such as are used in these [[ship]]s, i.e. [[sorry]] [[fare]], Dionys.Com.2.42.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre au transport des marchandises par mer.<br />'''Étymologie:''' [[φορτηγός]].
|btext=ή, όν :<br />[[propre au transport des marchandises par mer]].<br />'''Étymologie:''' [[φορτηγός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτηγικός Medium diacritics: φορτηγικός Low diacritics: φορτηγικός Capitals: ΦΟΡΤΗΓΙΚΟΣ
Transliteration A: phortēgikós Transliteration B: phortēgikos Transliteration C: fortigikos Beta Code: forthgiko/s

English (LSJ)

φορτηγική, φορτηγικόν,
A of or for carrying loads, πλοῖα φορτηγικά = cargo ships, ships of burden, merchantmen, Th.6.88, X.HG5.1.21.
2 φορτηγικὰ βρώματα = provisions such as are used in these ships, i.e. sorry fare, Dionys.Com.2.42.

German (Pape)

[Seite 1301] ή, όν, zum Lasttragen gehörig, πλοῖ. ον, ein Lastschiff, Thuc. 6, 88 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre au transport des marchandises par mer.
Étymologie: φορτηγός.

Russian (Dvoretsky)

φορτηγικός: перевозящий грузы, грузовой (πλοῖον Thuc., Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φορτηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόδιος εἰς φορτηγίαν, εἰς μεταφορὰν φορτίων, πλοῖον φ., φορτηγόν, ἐμπορικόν, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 21. 2) φ. βρώματα, βρώματα οἷα τὰ ἐν τοιούτοις πλοίοις εὐρισκόμενα, δηλ. ἀθλία τροφή, ἐξ ἀντλίας ἣκοντα καὶ γέμοντ’ ἔτι φορτηγικῶν μοι βρωμάτων ἀγωνίαις Διονύσ. Κωμικ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 42.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φορτηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά φορτίων («φορτηγικὸν πλοῖον», Θουκ.)
2. φρ. «φορτηγικὰ βρώματα» — τρόφιμα κακής ποιότητας, σαν αυτά που βρίσκονται στα φορτηγά πλοία (Δίον. Κωμ.).

Greek Monotonic

φορτηγικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι αρμόδιος για τη μεταφορά φορτίων, πλοῖον φορτηγικόν, πλοίο εμπορικό, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

φορτηγικός, ή, όν
of or for carrying loads, πλοῖον φ. a ship of burden, Thuc., Xen. (from φορτηγός)