τόρμα: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(41)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=torma
|Transliteration C=torma
|Beta Code=to/rma
|Beta Code=to/rma
|Definition=ης, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wheel-rut</b>, Lyc.262 (= <b class="b3">τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ</b> Sch.):—<b class="b3">τόρμη· εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας</b> (δρόμος), Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">socket, joint</b>, βουβῶνος ἐν τόρμαισι Lyc. 487.</span>
|Definition=ης, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[wheel-rut]], Lyc.262 (= <b class="b3">τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ</b> Sch.):—<b class="b3">τόρμη· εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας</b> ([[δρόμος]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[socket]], [[joint]], βουβῶνος ἐν τόρμαισι Lyc. 487.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τόρμη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τροχιά]] άμαξας, το [[ίχνος]] που αφήνει ο [[τροχός]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> [[άρθρωση]] [[συναρμογή]] («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ)<br /><b>3.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[περιοχή]] χώρας ή πόλης<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εὐθὺς [[δρόμος]] κατὰ τέχνην, καὶ [[στροφή]], καὶ [[σύμπας]] [[[δρόμος]]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος ο [[οποίος]] συνδέεται με τη λ. [[τόρμος]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[τόρμος]]). Ορισμένες, όμως, χρήσεις της λ. σχετικές με τους αγώνες δρόμου και τη [[στροφή]] στο [[τέρμα]] του δρόμου (<b>πρβλ.</b> τις σημ. <i>ευθὺς [[δρόμος]] κατὰ τέχνην</i>, <i>καὶ στροφὴ και [[σύμπας]] ή <i>ὁ [[δρόμος]] ὁἐν τῷ ἱπποδρόμῳ ἤἡ καμπὴ ἤἡ [[ὕσπληξ]] ή [[τόρμη]]<br />[[νύσσα]], [[καμπτήρ]]) παραμένουν δυσερμήνευτες και θα μπορούσαν πιθ. να οδηγήσουν στον διαχωρισμό της λ. [[τόρμη]] από το [[τόρμος]] και στη σύνδεσή της με τη λ. [[τέρμα]].
|mltxt=και [[τόρμη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τροχιά]] άμαξας, το [[ίχνος]] που αφήνει ο [[τροχός]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> [[άρθρωση]] [[συναρμογή]] («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ)<br /><b>3.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[περιοχή]] χώρας ή πόλης<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εὐθὺς [[δρόμος]] κατὰ τέχνην, καὶ [[στροφή]], καὶ [[σύμπας]] ([[δρόμος]])».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος ο [[οποίος]] συνδέεται με τη λ. [[τόρμος]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[τόρμος]]). Ορισμένες, όμως, χρήσεις της λ. σχετικές με τους αγώνες δρόμου και τη [[στροφή]] στο [[τέρμα]] του δρόμου (<b>πρβλ.</b> τις σημ. <i>ευθὺς [[δρόμος]] κατὰ τέχνην</i>, <i>καὶ στροφὴ και [[σύμπας]] ή ὁ [[δρόμος]] ὁἐν τῷ ἱπποδρόμῳ ἤἡ καμπὴ ἤἡ [[ὕσπληξ]] ή [[τόρμη]]<br />[[νύσσα]], [[καμπτήρ]]) παραμένουν δυσερμήνευτες και θα μπορούσαν πιθ. να οδηγήσουν στον διαχωρισμό της λ. [[τόρμη]] από το [[τόρμος]] και στη σύνδεσή της με τη λ. [[τέρμα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρμᾰ Medium diacritics: τόρμα Low diacritics: τόρμα Capitals: ΤΟΡΜΑ
Transliteration A: tórma Transliteration B: torma Transliteration C: torma Beta Code: to/rma

English (LSJ)

ης, ἡ,
A wheel-rut, Lyc.262 (= τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ Sch.):—τόρμη· εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας (δρόμος), Hsch.
II socket, joint, βουβῶνος ἐν τόρμαισι Lyc. 487.

German (Pape)

[Seite 1130] ἡ, = Folgdm, bei Lyc. 262.

Greek (Liddell-Scott)

τόρμᾰ: παρ’ Ἡσυχ. τόρμη, ἡ, τέρμα, ἡ καμπὴ καὶ ἡ ὕσπληγξ ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ, τόρμαν «λέγει αὐτὸ τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 262, 487.

Greek Monolingual

και τόρμη, ἡ, Α
1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος
2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ)
3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης
4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας (δρόμος)».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος συνδέεται με τη λ. τόρμος (για ετυμολ. βλ. λ. τόρμος). Ορισμένες, όμως, χρήσεις της λ. σχετικές με τους αγώνες δρόμου και τη στροφή στο τέρμα του δρόμου (πρβλ. τις σημ. ευθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφὴ και σύμπας ή ὁ δρόμος ὁἐν τῷ ἱπποδρόμῳ ἤἡ καμπὴ ἤἡ ὕσπληξ ή τόρμη
νύσσα, καμπτήρ) παραμένουν δυσερμήνευτες και θα μπορούσαν πιθ. να οδηγήσουν στον διαχωρισμό της λ. τόρμη από το τόρμος και στη σύνδεσή της με τη λ. τέρμα.