ἀποφαντικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apofantikos
|Transliteration C=apofantikos
|Beta Code=a)pofantiko/s
|Beta Code=a)pofantiko/s
|Definition=ή, όν, [[categorical]], λόγος ἀποφαντικός Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; [[declaratory]], ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική ib.2.42. Adv. [[ἀποφαντικῶς]] = [[assertively]], [[categorically]] dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11.
|Definition=ἀποφαντική, ἀποφαντικόν, [[categorical]], λόγος ἀποφαντικός Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; [[declaratory]], ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική ib.2.42. Adv. [[ἀποφαντικῶς]] = [[assertively]], [[categorically]] dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφαντικός Medium diacritics: ἀποφαντικός Low diacritics: αποφαντικός Capitals: ΑΠΟΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apophantikós Transliteration B: apophantikos Transliteration C: apofantikos Beta Code: a)pofantiko/s

English (LSJ)

ἀποφαντική, ἀποφαντικόν, categorical, λόγος ἀποφαντικός Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; declaratory, ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική ib.2.42. Adv. ἀποφαντικῶς = assertively, categorically dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11.

Spanish (DGE)

-ή, -ον
1 que expresa un sentido, enunciativo, explicativo λόγος proposición aseverativa Arist.Int.17a8, Aristid.Rh.2.517, καλοῦσι δὲ οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα Chrysipp.Stoic.2.61
ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική Chrysipp.Stoic.2.42, σχῆμα Aristid.Rh.1.462, 2.532, 540, cf. S.E.M.8.71, A.D.Synt.16.10, ἐρώτησις Sch.S.OT 622, χρεῖαι Hermog.Prog.3
gram. indicativo ἔγκλισις A.D.Synt.245.1 (var.), del pron. τις indicativo por op. a su uso interr., A.D.Pron.27.20.
2 adv. ἀποφαντικῶς = afirmativamente A.D.Pron.27.16, 18, πολλὰ λέγων Hermog.Id.2.11 (p.402), cf. Sch.E.Ph.624
categóricamente (τὸ εὐαγγέλιον) ἀποφαντικῶς διακελεύεται Mac.Aeg.M.34.905B.

German (Pape)

[Seite 334] behauptend, einen Satz aufstellend, λόγος Arist. de interpr. 5; Rhet. ἀποφαντικῶς λέγειν, mit Nachdruck sprechen; ἀποφαντικόν, modus indicativus, Schol. Ap. Rh. 1, 1332. 1349, wie ἀποφαντική Apoll. de synt. 3, 19.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφαντικός:
1 утверждающий, заявляющий (λόγος Arst.; λεκτά Sext.);
2 грам. изъявительный (ἔγκλισις).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος, λόγος ἀπ., πρότασις, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 5. 1, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 71. -ἔγκλισις ἀποφαντικὴ = ὁριστικὴ Ἀπολλών. Δ. π. Συντ. 244, 26, ἀποφαντ. ἐπίρρημα αὐτόθι 245, 3: -Ἐπίρρ. ἀποφαντικῶς Ὠριγ. 3. 868A.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποφαντικός, -ή, -όν) αποφαίνω
1. αυτός που αποφαίνεται θετικά
2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστική
νεοελλ.
(ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» — σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά
αρχ.-μσν.
(-ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο.