ἐπίσαγμα: Difference between revisions
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
m (Text replacement - "pack-saddle" to "pack saddle") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episagma | |Transliteration C=episagma | ||
|Beta Code=e)pi/sagma | |Beta Code=e)pi/sagma | ||
|Definition=ατος, τό, (ἐπισάττω) | |Definition=-ατος, τό, ([[ἐπισάττω]]) [[pack saddle]], [[LXX]] Le.15.9; [[load]], [[ὄνος|ὄνων]] Sch.Ar.Nu.449: metaph., [[δεινόν]] γε τοὐπίσαγμα τοῦ [[νόσημα|νοσήματος]] = [[frightful]] [[must]] [[be]] the [[burden]] of the [[disease]], S.Ph.755. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] τό, der Saumsattel, worauf die Last gepackt wird, Schol. Ar. Nubb. 449; LXX. – Last, Bürde, δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος Soph. Phil. 745, nach dem Schol. der Anfall, mss. τοὐπείσαγμα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] τό, der Saumsattel, worauf die Last gepackt wird, Schol. Ar. Nubb. 449; LXX. – Last, Bürde, δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος Soph. Phil. 745, nach dem Schol. der Anfall, mss. τοὐπείσαγμα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />charge <i>ou</i> paquet posé sur ; poids, charge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισάττω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίσαγμα:''' ατος τό досл. вьюк, груз, перен. бремя, обуза (τοῦ νοσήματος Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσαγμα''': τό, ([[ἐπισάττω]]) [[σάγμα]], [[σαγμάριον]], κοινῶς «σαμμάρι» ζῴου, Ἑβδ. (Λευ. ΙΕ΄, 9)· [[ἐπίσαγμα]] τῶν ὄνων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450: - μεταφ., δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, τὸ [[φορτίον]] τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 455, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. | |lstext='''ἐπίσαγμα''': τό, ([[ἐπισάττω]]) [[σάγμα]], [[σαγμάριον]], κοινῶς «σαμμάρι» ζῴου, Ἑβδ. (Λευ. ΙΕ΄, 9)· [[ἐπίσαγμα]] τῶν ὄνων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450: - μεταφ., δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, τὸ [[φορτίον]] τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 455, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίσαγμα:''' -ατος, τό, [[σαμάρι]] στην [[πλάτη]] ζώου· μεταφ., [[τοὐπίσαγμα]] τοῦ νοσήματος, το φορτίο, το [[βάρος]] της ασθένειας, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐπίσαγμα:''' -ατος, τό, [[σαμάρι]] στην [[πλάτη]] ζώου· μεταφ., [[τοὐπίσαγμα]] τοῦ νοσήματος, το φορτίο, το [[βάρος]] της ασθένειας, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπίσαγμα]], ατος, τό,<br />a [[load]] on a [[beast]]'s [[back]]:—metaph., [[τοὐπίσαγμα]] τοῦ νοσήματος the [[burden]] of the [[disease]], Soph. [from [[ἐπισάττω]] | |mdlsjtxt=[[ἐπίσαγμα]], ατος, τό,<br />a [[load]] on a [[beast]]'s [[back]]:—metaph., [[τοὐπίσαγμα]] τοῦ νοσήματος the [[burden]] of the [[disease]], Soph. [from [[ἐπισάττω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐπισάττω) pack saddle, LXX Le.15.9; load, ὄνων Sch.Ar.Nu.449: metaph., δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος = frightful must be the burden of the disease, S.Ph.755.
German (Pape)
[Seite 976] τό, der Saumsattel, worauf die Last gepackt wird, Schol. Ar. Nubb. 449; LXX. – Last, Bürde, δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος Soph. Phil. 745, nach dem Schol. der Anfall, mss. τοὐπείσαγμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
charge ou paquet posé sur ; poids, charge.
Étymologie: ἐπισάττω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσαγμα: ατος τό досл. вьюк, груз, перен. бремя, обуза (τοῦ νοσήματος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσαγμα: τό, (ἐπισάττω) σάγμα, σαγμάριον, κοινῶς «σαμμάρι» ζῴου, Ἑβδ. (Λευ. ΙΕ΄, 9)· ἐπίσαγμα τῶν ὄνων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450: - μεταφ., δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, τὸ φορτίον τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 455, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.
Greek Monolingual
το (Α ἐπίσαγμα) επισάττω
εφίππιον, σάγμα, σαμάρι
αρχ.
βάρος («τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπίσαγμα: -ατος, τό, σαμάρι στην πλάτη ζώου· μεταφ., τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, το φορτίο, το βάρος της ασθένειας, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐπίσαγμα, ατος, τό,
a load on a beast's back:—metaph., τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος the burden of the disease, Soph. [from ἐπισάττω