σκεπαστός: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skepastos | |Transliteration C=skepastos | ||
|Beta Code=skepasto/s | |Beta Code=skepasto/s | ||
|Definition= | |Definition=σκεπαστή, σκεπαστόν,<br><span class="bld">A</span> [[covered]], [[σ]]. (''[[sc.]]'' [[κλισία]]), ἡ, [[shed]], [[covered]] [[sheepfold]], Eust.1165.52, 1957.57: [[σκεπαστόν]], τό, [[tilt]]ed [[wagon]], Aq.Nu.7.3, Is.66.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεπαστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκεπασμένος, ἐστεγασμένος, σκεπαστὴ (ἐξυπακ. [[κλισία]]), ἡ, ἐστεγασμένον [[παράπηγμα]], Εὐστ. 1165. 52, κτλ.· - σκεπαστόν, τό, [[ἁμάξιον]] ἐστεγασμένον, Ἡρῳδιαν. σ. 444 Piers.· ἐν Γλωσσ., [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, «κουκούλα». | |lstext='''σκεπαστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκεπασμένος, ἐστεγασμένος, σκεπαστὴ (ἐξυπακ. [[κλισία]]), ἡ, ἐστεγασμένον [[παράπηγμα]], Εὐστ. 1165. 52, κτλ.· - σκεπαστόν, τό, [[ἁμάξιον]] ἐστεγασμένον, Ἡρῳδιαν. σ. 444 Piers.· ἐν Γλωσσ., [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, «κουκούλα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεπαστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σκεπάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[σκέπασμα]], που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος<br /><b>2.</b> (για χώρο) αυτός που έχει [[στέγη]], που έχει στεγαστεί, στεγασμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν φανερώνεται<br />β) [[ασαφής]], συγκεχυμένος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[σκεπαστή]]<br /><b>ναυτ.</b> [[υπόστεγο]] σε ναύσταθμο για την [[προφύλαξη]] λέμβων<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>σκεπαστά</i><br />[[κατά]] τρόπο συγκεκαλυμμένο, όχι σταράτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[σκεπαστή]]<br />[[πρόχειρα]] στεγασμένο [[παράπηγμα]], [[καλύβα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκεπαστόν</i><br />στεγασμένη [[άμαξα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
σκεπαστή, σκεπαστόν,
A covered, σ. (sc. κλισία), ἡ, shed, covered sheepfold, Eust.1165.52, 1957.57: σκεπαστόν, τό, tilted wagon, Aq.Nu.7.3, Is.66.20.
German (Pape)
[Seite 892] bedeckt, verhüllt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκεπασμένος, ἐστεγασμένος, σκεπαστὴ (ἐξυπακ. κλισία), ἡ, ἐστεγασμένον παράπηγμα, Εὐστ. 1165. 52, κτλ.· - σκεπαστόν, τό, ἁμάξιον ἐστεγασμένον, Ἡρῳδιαν. σ. 444 Piers.· ἐν Γλωσσ., κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, «κουκούλα».
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκεπαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ σκεπάζω
1. αυτός ο οποίος έχει σκέπασμα, που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος
2. (για χώρο) αυτός που έχει στέγη, που έχει στεγαστεί, στεγασμένος
νεοελλ.
1. μτφ. α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν φανερώνεται
β) ασαφής, συγκεχυμένος
2. το θηλ. ως ουσ. η σκεπαστή
ναυτ. υπόστεγο σε ναύσταθμο για την προφύλαξη λέμβων
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκεπαστά
κατά τρόπο συγκεκαλυμμένο, όχι σταράτα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκεπαστή
πρόχειρα στεγασμένο παράπηγμα, καλύβα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστόν
στεγασμένη άμαξα.