κισσόπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kissoplektos
|Transliteration C=kissoplektos
|Beta Code=kisso/plektos
|Beta Code=kisso/plektos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ivy-twined</b>, <b class="b3">μέλεα κ</b>., of dithyrambs, <span class="bibl">Antiph.209.7</span> corr. Mein.: codd. Ath. <b class="b3">κις&lt;ς&gt;όπληκτα</b>, i.e. <b class="b2">ivy- (thyrsos-) stricken, frenzied</b>.</span>
|Definition=κισσόπλεκτον, [[ivy-twined]], μέλεα κ., of [[dithyramb]]s, Antiph.209.7 corr. Mein.: codd. Ath. κιςόπληκτα, i.e. (thyrsos-) [[ivy-stricken]], [[ivy-frenzied]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κισσόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος [[μετὰ]] κισσοῦ, μέλεα κ., ἐπὶ τῶν Βακχικῶν διθυράμβων, Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1, ἐξ εἰκασίας τοῦ Meinek.· ― τὰ Ἀντίγρ. φέρουσι: κισσόπληκτα, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύεται: πεπληγμένα ὑπὸ τοῦ κισσοῦ (δηλ. θύρσου), μανίας πλήρη.
|lstext='''κισσόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος μετὰ κισσοῦ, μέλεα κ., ἐπὶ τῶν Βακχικῶν διθυράμβων, Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1, ἐξ εἰκασίας τοῦ Meinek.· ― τὰ Ἀντίγρ. φέρουσι: κισσόπληκτα, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύεται: πεπληγμένα ὑπὸ τοῦ κισσοῦ (δηλ. θύρσου), μανίας πλήρη.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κισσόπλεκτος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «μέλεα κισσόπλεκτα» — [[μέλη]] στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο [[κισσός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λινό</i>-<i>πλεκτος</i>, <i>σχοινό</i>-<i>πλεκτος</i>].
|mltxt=[[κισσόπλεκτος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «μέλεα κισσόπλεκτα» — [[μέλη]] στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο [[κισσός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[λινόπλεκτος]], [[σχοινόπλεκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσόπλεκτος Medium diacritics: κισσόπλεκτος Low diacritics: κισσόπλεκτος Capitals: ΚΙΣΣΟΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kissóplektos Transliteration B: kissoplektos Transliteration C: kissoplektos Beta Code: kisso/plektos

English (LSJ)

κισσόπλεκτον, ivy-twined, μέλεα κ., of dithyrambs, Antiph.209.7 corr. Mein.: codd. Ath. κιςόπληκτα, i.e. (thyrsos-) ivy-stricken, ivy-frenzied.

Greek (Liddell-Scott)

κισσόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος μετὰ κισσοῦ, μέλεα κ., ἐπὶ τῶν Βακχικῶν διθυράμβων, Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1, ἐξ εἰκασίας τοῦ Meinek.· ― τὰ Ἀντίγρ. φέρουσι: κισσόπληκτα, ὅπερ ἑρμηνεύεται: πεπληγμένα ὑπὸ τοῦ κισσοῦ (δηλ. θύρσου), μανίας πλήρη.

Greek Monolingual

κισσόπλεκτος, -ον (Α)
φρ. «μέλεα κισσόπλεκτα» — μέλη στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο κισσός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. λινόπλεκτος, σχοινόπλεκτος].