ποιμαντικός: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poimantikos
|Transliteration C=poimantikos
|Beta Code=poimantiko/s
|Beta Code=poimantiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pastoral</b>: <b class="b3">-κή</b> (with or without <b class="b3">τέχνη</b>) <b class="b2">the shepherd's art</b>, Gal.5.750, Hsch.</span>
|Definition=ποιμαντική, ποιμαντικόν, [[pastoral]]: ἡ [[ποιμαντική]] (with or without [[τέχνη]]) the [[shepherd]]'s [[art]], Gal.5.750, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0651.png Seite 651]] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ποιμαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, [[ποιμαντορικός]], ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ποιμένος [[τέχνη]]. Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποιμαντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποιμαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, [[ποιμενικός]], [[βουκολικός]] («ποιμαντική [[βακτηρία]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο [[ποιμαντορικός]] («ποιμαντική [[ράβδος]]» — μετάλλινη ή ξύλινη [[ράβδος]] με αρχαιότατη [[προέλευση]] την οποία φέρουν οι αρχιερείς και οι ηγούμενοι τών ιερών μονών [[κατά]] τις ιερές ακολουθίες ως [[έμβλημα]] της εξουσίας τους και της οποίας η [[λαβή]] έχει [[άκρα]] κεκαμμένα [[προς]] τα άνω σε [[σχήμα]] Ψ και τη [[μορφή]] δύο όφεων οι οποίοι προσβλέπουν [[προς]] τον σταυρό που βρίσκεται ανάμεσά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποιμαντική</i><br /><b>εκκλ.</b> το [[μάθημα]] του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, στο οποίο διδάσκονται τα καθήκοντα τών ποιμένων, τών κληρικών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ποιμαντική</i><br />(για πνευματικούς και θρησκευτικούς αρχηγούς) η [[τέχνη]] της καθοδήγησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[τέχνη]] του ποιμένα, του βοσκού<br />β) το [[αξίωμα]] του επισκόπου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ποιμαντικόν</i><br />το [[ποίμνιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιμαντικῶς</i> Μ<br />όπως ο [[ποιμένας]] της Εκκλησίας.
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμαντικός Medium diacritics: ποιμαντικός Low diacritics: ποιμαντικός Capitals: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poimantikós Transliteration B: poimantikos Transliteration C: poimantikos Beta Code: poimantiko/s

English (LSJ)

ποιμαντική, ποιμαντικόν, pastoral: ἡ ποιμαντική (with or without τέχνη) the shepherd's art, Gal.5.750, Hsch.

German (Pape)

[Seite 651] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. τέχνη, die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, ποιμαντορικός, ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τοῦ ποιμένος τέχνη. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποιμαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποιμαίνω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική ράβδος» — μετάλλινη ή ξύλινη ράβδος με αρχαιότατη προέλευση την οποία φέρουν οι αρχιερείς και οι ηγούμενοι τών ιερών μονών κατά τις ιερές ακολουθίες ως έμβλημα της εξουσίας τους και της οποίας η λαβή έχει άκρα κεκαμμένα προς τα άνω σε σχήμα Ψ και τη μορφή δύο όφεων οι οποίοι προσβλέπουν προς τον σταυρό που βρίσκεται ανάμεσά τους)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ποιμαντική
εκκλ. το μάθημα του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, στο οποίο διδάσκονται τα καθήκοντα τών ποιμένων, τών κληρικών
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμαντική
(για πνευματικούς και θρησκευτικούς αρχηγούς) η τέχνη της καθοδήγησης
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη του ποιμένα, του βοσκού
β) το αξίωμα του επισκόπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποιμαντικόν
το ποίμνιο.
επίρρ...
ποιμαντικῶς Μ
όπως ο ποιμένας της Εκκλησίας.