μετεώρισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meteorisma
|Transliteration C=meteorisma
|Beta Code=metew/risma
|Beta Code=metew/risma
|Definition=ατος, τό, = [[μετεωρισμός]] ([[being raised up]], [[swelling]]) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, Hsch.
|Definition=-ατος, τό, = [[μετεωρισμός]] ([[being raised up]], [[swelling]]) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεώρισμα Medium diacritics: μετεώρισμα Low diacritics: μετεώρισμα Capitals: ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΑ
Transliteration A: meteṓrisma Transliteration B: meteōrisma Transliteration C: meteorisma Beta Code: metew/risma

English (LSJ)

-ατος, τό, = μετεωρισμός (being raised up, swelling) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 159] τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μετεώρισμα) μετεωρίζω
νεοελλ.
μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση
μσν.
1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
μσν.-αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.