μετεώρισμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meteorisma | |Transliteration C=meteorisma | ||
|Beta Code=metew/risma | |Beta Code=metew/risma | ||
|Definition=ατος, τό, = | |Definition=-ατος, τό, = [[μετεωρισμός]] ([[being raised up]], [[swelling]]) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] τό, erkl. Hesych. durch [[φρόνημα]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[μετεώρισμα]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετάβαση]] από [[ψηλά]], [[μεταπήδηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συζήτηση]] για ανούσια ή ανόητα πράγματα<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, = μετεωρισμός (being raised up, swelling) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 159] τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μετεώρισμα) μετεωρίζω
νεοελλ.
μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση
μσν.
1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
μσν.-αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.