ὠμαλθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omalthis
|Transliteration C=omalthis
|Beta Code=w)malqh/s
|Beta Code=w)malqh/s
|Definition=ές, ([[ὠμός]], [[ἀλθαίνω]]) ἕλκος ὠμαλθές = a [[wound]] [[scarred over too soon]], [[without healing properly]], Hsch.
|Definition=ὠμαλθές, ([[ὠμός]], [[ἀλθαίνω]]) ἕλκος ὠμαλθές = a [[wound]] [[scarred over too soon]], [[without healing properly]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμαλθής Medium diacritics: ὠμαλθής Low diacritics: ωμαλθής Capitals: ΩΜΑΛΘΗΣ
Transliteration A: ōmalthḗs Transliteration B: ōmalthēs Transliteration C: omalthis Beta Code: w)malqh/s

English (LSJ)

ὠμαλθές, (ὠμός, ἀλθαίνω) ἕλκος ὠμαλθές = a wound scarred over too soon, without healing properly, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμαλθής: -ές, (ὠμός, ἄλθω)· ― ἕλκος ὠμ., ἕλκος ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ προσηκόντως, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυαλθής).