ξυλόφρακτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksylofraktos
|Transliteration C=ksylofraktos
|Beta Code=culo/fraktos
|Beta Code=culo/fraktos
|Definition=ον, [[fenced with wood]], ξυλόφρακτος [[γέφυρα]] = [[pons sublicius]], D.H.3.55,5.24,9.68.
|Definition=ξυλόφρακτον, [[fenced with wood]], ξυλόφρακτος [[γέφυρα]] = [[pons sublicius]], D.H.3.55,5.24,9.68.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλόφρακτος''': -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ [[γέφυρα]] pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.
|lstext='''ξῠλόφρακτος''': -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ [[γέφυρα]] [[pons]] [[sublicius]], Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυλόφρακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με [[ξύλο]] («[[ξυλόφρακτος]] [[γέφυρα]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημί</i>-<i>φρακτος</i>].
|mltxt=[[ξυλόφρακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με [[ξύλο]] («[[ξυλόφρακτος]] [[γέφυρα]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> [[ημίφρακτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλόφρακτος Medium diacritics: ξυλόφρακτος Low diacritics: ξυλόφρακτος Capitals: ΞΥΛΟΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: xylóphraktos Transliteration B: xylophraktos Transliteration C: ksylofraktos Beta Code: culo/fraktos

English (LSJ)

ξυλόφρακτον, fenced with wood, ξυλόφρακτος γέφυρα = pons sublicius, D.H.3.55,5.24,9.68.

German (Pape)

[Seite 282] mit Holz eingehägt, befestigt, γέφυρα, D. Hal. 5, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλόφρακτος: -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ γέφυρα pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.

Greek Monolingual

ξυλόφρακτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με ξύλοξυλόφρακτος γέφυρα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ημίφρακτος].