λησίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lisimvrotos
|Transliteration C=lisimvrotos
|Beta Code=lhsi/mbrotos
|Beta Code=lhsi/mbrotos
|Definition=ον, (λήθω, βροτός) [[taking men unawares]], [[cheat]], [[thief]], h.Merc.339.
|Definition=λησίμβροτον, ([[λήθω]], [[βροτός]]) [[taking men unawares]], [[cheat]], [[thief]], h.Merc.339.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λησίμβροτος Medium diacritics: λησίμβροτος Low diacritics: λησίμβροτος Capitals: ΛΗΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: lēsímbrotos Transliteration B: lēsimbrotos Transliteration C: lisimvrotos Beta Code: lhsi/mbrotos

English (LSJ)

λησίμβροτον, (λήθω, βροτός) taking men unawares, cheat, thief, h.Merc.339.

German (Pape)

[Seite 40] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe les mortels, trompeur, voleur.
Étymologie: λανθάνω, βροτός.

Russian (Dvoretsky)

λησίμβροτος:обманщик, мошенник, вор HH.

Greek (Liddell-Scott)

λησίμβροτος: -ον, (λήθω, βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς ἐξαίφνης, ἀπατεών, κλέπτης, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.

Greek Monolingual

λησίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λησι- (< θ. λησ-, πρβλ. λήσω, μέλλ. του λανθάνω) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. θελξίμβροτος, τερψίμβροτος].

Greek Monotonic

λησίμβροτος: -ον (λήθω, βροτός), αυτός που διαφεύγει της προσοχής των ανθρώπων, κλέφτης, απατεώνας, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

λησί-μβροτος, ον λήθω, βροτός
taking men unawares, a thief, Hhymn.