στρίγλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=striglos
|Transliteration C=striglos
|Beta Code=stri/glos
|Beta Code=stri/glos
|Definition=ὁ, = [[νυκτικόραξ]] ([[long-eared owl]], [[night-raven]]), Hsch.
|Definition=ὁ, = [[νυκτικόραξ]] ([[long-eared owl]], [[night-raven]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρίγλος Medium diacritics: στρίγλος Low diacritics: στρίγλος Capitals: ΣΤΡΙΓΛΟΣ
Transliteration A: stríglos Transliteration B: striglos Transliteration C: striglos Beta Code: stri/glos

English (LSJ)

ὁ, = νυκτικόραξ (long-eared owl, night-raven), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στρίγλος: ὁ, μάγος, γόης, καὶ στρίγλα, ἡ, μάγισσα· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στρίγλος· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα. οἱ δὲ νυκτοκόρακα».

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
μάγος, γόης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρχ. στρίγξ (βλ. λ. στριξ)].