τρικόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trikorythos
|Transliteration C=trikorythos
|Beta Code=triko/ruqos
|Beta Code=triko/ruqos
|Definition=ον, = sq., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Αἴας <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1480</span> (lyr.).</span>
|Definition=τρικόρυθον, = [[τρίκορυς]] ([[with triple plume]]), Αἴας E. ''Or.'' 1480 (lyr.).
}}
{{ls
|lstext='''τρῐκόρῠθος''': -ον, = [[τρίκορυς]], [[τρικόρυθος]] [[Αἴας]] Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τρίκορυς]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τρίκορυς]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] [[met een helm met drie lagen]].
}}
{{pape
|ptext== [[τρίκορυς]], Eur. <i>Or</i>. 1480 [[Αἴας]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐκόρῠθος:''' Eur. = [[τρίκορυς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''τρῐκόρῠθος:''' -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει [[περικεφαλαία]] με τριπλό [[λοφίο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τρῐκόρῠθος:''' -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει [[περικεφαλαία]] με τριπλό [[λοφίο]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐκόρῠθος:''' Eur. = [[τρίκορυς]].
|lstext='''τρῐκόρῠθος''': -ον, = [[τρίκορυς]], [[τρικόρυθος]] [[Αἴας]] Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,<br />with [[triple]] [[plume]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόρῠθος Medium diacritics: τρικόρυθος Low diacritics: τρικόρυθος Capitals: ΤΡΙΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: trikórythos Transliteration B: trikorythos Transliteration C: trikorythos Beta Code: triko/ruqos

English (LSJ)

τρικόρυθον, = τρίκορυς (with triple plume), Αἴας E. Or. 1480 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τρίκορυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.

German (Pape)

τρίκορυς, Eur. Or. 1480 Αἴας.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκόρῠθος: Eur. = τρίκορυς.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.

Greek Monotonic

τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.

Middle Liddell

τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,
with triple plume, Eur.