δυσυπομένητος: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "Latin: intolerabilis;" to "Latin: intolerabilis, intolerandus;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysypomenitos
|Transliteration C=dysypomenitos
|Beta Code=dusupome/nhtos
|Beta Code=dusupome/nhtos
|Definition=ον, = [[δυσυπομόνητος]] ([[hard to abide]]), S.E. ''M.'' 9.154.
|Definition=δυσυπομένητον, = [[δυσυπομόνητος]] ([[hard to abide]]), S.E. ''M.'' 9.154.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσυπομένητος Medium diacritics: δυσυπομένητος Low diacritics: δυσυπομένητος Capitals: ΔΥΣΥΠΟΜΕΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysypoménētos Transliteration B: dysypomenētos Transliteration C: dysypomenitos Beta Code: dusupome/nhtos

English (LSJ)

δυσυπομένητον, = δυσυπομόνητος (hard to abide), S.E. M. 9.154.

Spanish (DGE)

-ον
insoportable ἔσται οὖν τινα τῷ θεῷ δυσυπομένητα S.E.M.9.155, cf. 154, τὰ κατὰ τὴν ζωήν S.E.M.11.108, πόνοι Origenes Io.20.27.237.

German (Pape)

[Seite 689] = folgdm, Sext. Emp. adv. math. IX, 154.

Greek (Liddell-Scott)

δυσυπομένητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 154.

Russian (Dvoretsky)

δυσυπομένητος: Sext. = δυσύποιστος.

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎