καινουργισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kainourgismos | |Transliteration C=kainourgismos | ||
|Beta Code=kainourgismo/s | |Beta Code=kainourgismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[καινουργία]], Suid. ([[varia lectio|v.l.]] [[καινουργησμός]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] ὁ, = [[καινούργησις]], Suid. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καινουργισμός''': «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ [[ἀρχαῖον]] [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]» Σουΐδ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινουργισμός]], ὁ (Α) [[καινουργίζω]]<br /><b>1.</b> η [[καινουργία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = καινουργία, Suid. (v.l. καινουργησμός).
German (Pape)
[Seite 1295] ὁ, = καινούργησις, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
καινουργισμός: «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις» Σουΐδ.
Greek Monolingual
καινουργισμός, ὁ (Α) καινουργίζω
1. η καινουργία
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις».