νυκτερέτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nykteretis
|Transliteration C=nykteretis
|Beta Code=nuktere/ths
|Beta Code=nuktere/ths
|Definition=ου, ὁ, [[one who rows]] or [[fishes by night]], AP6.11 (Satyr.).
|Definition=νυκτερέτου, ὁ, [[one who rows]] or [[fishes by night]], AP6.11 (Satyr.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτερέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-[[ερέτης]])].
|mltxt=[[νυκτερέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» ([[πρβλ]]. [[αυτερέτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερέτης Medium diacritics: νυκτερέτης Low diacritics: νυκτερέτης Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΤΗΣ
Transliteration A: nykterétēs Transliteration B: nykteretēs Transliteration C: nykteretis Beta Code: nuktere/ths

English (LSJ)

νυκτερέτου, ὁ, one who rows or fishes by night, AP6.11 (Satyr.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pêcheur de nuit.
Étymologie: νύξ, ἐρέτης.

German (Pape)

ὁ, der bei Nacht rudert, Nachtsischer, Satyr. 1 (VI.11).

Russian (Dvoretsky)

νυκτερέτης: ου ὁ ночной гребец, т. е. ночной рыболов Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερέτης: -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.

Greek Monolingual

νυκτερέτης, ὁ (Α)
αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. αυτερέτης)].

Greek Monotonic

νυκτερέτης: -ου, ὁ, αυτός που κωπηλατεί νύχτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νυκτ-ερέτης, ου, ὁ,
one who rows by night, Anth.