πολισσόος: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polissoos
|Transliteration C=polissoos
|Beta Code=polisso/os
|Beta Code=polisso/os
|Definition=ον, (σῴζω) [[guarding a city]] or [[cities]], h.Mart.2.
|Definition=πολισσόον, ([[σῴζω]]) [[guarding a city]] or [[cities]], h.Mart.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sauve la cité.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[σῴζω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui sauve la cité]].<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[σῴζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολισσόος:''' [[охраняющий города]] ([[Ἄρης]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολισσόος:''' -ον ([[σῴζω]]), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.
|lsmtext='''πολισσόος:''' -ον ([[σῴζω]]), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''πολισσόος:''' [[охраняющий города]] ([[Ἄρης]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολισ-[[σόος]], ον, [[σώζω]]<br />[[guarding]] cities, Hhymn.
|mdlsjtxt=πολισ-[[σόος]], ον, [[σώζω]]<br />[[guarding]] cities, Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολισσόος Medium diacritics: πολισσόος Low diacritics: πολισσόος Capitals: ΠΟΛΙΣΣΟΟΣ
Transliteration A: polissóos Transliteration B: polissoos Transliteration C: polissoos Beta Code: polisso/os

English (LSJ)

πολισσόον, (σῴζω) guarding a city or cities, h.Mart.2.

German (Pape)

[Seite 656] Stadt rettend, beschützend; H. h. 7, 2; Orph. H. 88, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sauve la cité.
Étymologie: πόλις, σῴζω.

Russian (Dvoretsky)

πολισσόος: охраняющий города (Ἄρης HH).

Greek (Liddell-Scott)

πολισσόος: -ον, (σῴζω) ὁ σῴζων, φυλάττων πόλιν ἢ πόλεις, Ὕμν. Ὁμ. 7. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φυλάγει πόλη ή πόλεις, προστάτης πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -σσόος (< σόος, επ. τ. του επιθ. σῶος «ασφαλής, υγιής»), πρβλ. νηο-(σ)σόος, ξενο-σσόος. Τα συνθ. αυτού του τύπου έχουν δεχθεί την επίδραση τών συνθ. σε -σόος (< σευομαι)].

Greek Monotonic

πολισσόος: -ον (σῴζω), αυτός που σώζει και προφυλάσσει τις πόλεις, σε Ομήρ. Ύμν.

Middle Liddell

πολισ-σόος, ον, σώζω
guarding cities, Hhymn.