στενολέσχης: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stenoleschis | |Transliteration C=stenoleschis | ||
|Beta Code=stenole/sxhs | |Beta Code=stenole/sxhs | ||
|Definition= | |Definition=στενολέσχου, ὁ, [[one that talks subtly]], [[quibbler]], Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0935.png Seite 935]] ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, [[λεπτολόγος]] Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0935.png Seite 935]] ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, [[λεπτολόγος]] Suid. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui discute sur des riens SUID]].<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[λέσχη]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στενολέσχης''': -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν μετὰ πανουργίας, σοφιστευόμενος, [[μικρολόγος]], [[λεπτολόγος]], Σουΐδ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά για [[κάτι]] με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές<br /><b>2.</b> [[ολιγόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέσχης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[φλυαρία]]»), [[πρβλ]]. [[πλατυλέσχης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στενολέσχης:''' -ου, ὁ, [[λιγομίλητος]], [[λεπτολόγος]], αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στενο-[[λέσχης]], ου, ὁ,<br />a quibbler. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
στενολέσχου, ὁ, one that talks subtly, quibbler, Suid.
German (Pape)
[Seite 935] ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui discute sur des riens SUID.
Étymologie: στενός, λέσχη.
Greek (Liddell-Scott)
στενολέσχης: -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν μετὰ πανουργίας, σοφιστευόμενος, μικρολόγος, λεπτολόγος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που μιλά για κάτι με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές
2. ολιγόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. πλατυλέσχης.
Greek Monotonic
στενολέσχης: -ου, ὁ, λιγομίλητος, λεπτολόγος, αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.
Middle Liddell
στενο-λέσχης, ου, ὁ,
a quibbler.