καμπυλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kampyloeidis
|Transliteration C=kampyloeidis
|Beta Code=kampuloeidh/s
|Beta Code=kampuloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">appearingcrooked</b>, φαντασία Plu.2.1121c.</span>
|Definition=καμπυλοειδές, [[appearingcrooked]], φαντασία Plu.2.1121c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1319.png Seite 1319]] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[de forme courbe]].<br />'''Étymologie:''' [[καμπύλος]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''καμπῠλοειδής:''' [[кривой]], [[изогнутый]] Plut.
}}
{{ls
|lstext='''καμπῠλοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[καμπυλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει καμπύλο [[σχήμα]], καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμπυλοειδῶς</i> (Α)<br />με τρόπο καμπυλοειδή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), [[πρβλ]]. [[ατρακτοειδής]], [[σφαιροειδής]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπῠλοειδής Medium diacritics: καμπυλοειδής Low diacritics: καμπυλοειδής Capitals: ΚΑΜΠΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kampyloeidḗs Transliteration B: kampyloeidēs Transliteration C: kampyloeidis Beta Code: kampuloeidh/s

English (LSJ)

καμπυλοειδές, appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme courbe.
Étymologie: καμπύλος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

καμπῠλοειδής: кривой, изогнутый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.

Greek Monolingual

-ές (Α καμπυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος.
επίρρ...
καμπυλοειδῶς (Α)
με τρόπο καμπυλοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτοειδής, σφαιροειδής].