μαστιγονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mastigonomos
|Transliteration C=mastigonomos
|Beta Code=mastigono/mos
|Beta Code=mastigono/mos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μαστιγοφόρος]], Plu.2.553a.</span>
|Definition=μαστιγονόμον, = [[μαστιγοφόρος]], Plu.2.553a.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />inspecteur de police armé d’un fouet.<br />'''Étymologie:''' [[μάστιξ]], [[νέμω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[inspecteur de police armé d'un fouet]].<br />'''Étymologie:''' [[μάστιξ]], [[νέμω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαστιγονόμος]], ον (Α)<br />κατώτερος [[αστυνομικός]] [[υπάλληλος]] ή [[κλητήρας]] εφοδιασμένος με [[μαστίγιο]], ο [[οποίος]] είχε ως [[καθήκον]] την [[τήρηση]] της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[νόμος]], <i>σιτο</i>-[[νόμος]])].
|mltxt=[[μαστιγονόμος]], ον (Α)<br />κατώτερος [[αστυνομικός]] [[υπάλληλος]] ή [[κλητήρας]] εφοδιασμένος με [[μαστίγιο]], ο [[οποίος]] είχε ως [[καθήκον]] την [[τήρηση]] της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]] ([[πρβλ]]. [[θαλασσονόμος]], [[σιτονόμος]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μαστῑγονόμος:''' ὁ мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut.
|elrutext='''μαστῑγονόμος:''' ὁ [[мастигоном]], [[надсмотрщик с бичом]] Plut.
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ὁ, nach Poll. 3.145, 153 = [[ῥαβδοῦχος]], <i>ein [[Aufseher]], der eine [[Peitsche]] führt</i>, um [[damit]] zu [[strafen]], Plut. <i>S. N. V</i>. 7.
}}
}}

Latest revision as of 09:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῑγονόμος Medium diacritics: μαστιγονόμος Low diacritics: μαστιγονόμος Capitals: ΜΑΣΤΙΓΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: mastigonómos Transliteration B: mastigonomos Transliteration C: mastigonomos Beta Code: mastigono/mos

English (LSJ)

μαστιγονόμον, = μαστιγοφόρος, Plu.2.553a.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
inspecteur de police armé d'un fouet.
Étymologie: μάστιξ, νέμω.

Greek Monolingual

μαστιγονόμος, ον (Α)
κατώτερος αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσονόμος, σιτονόμος)].

Russian (Dvoretsky)

μαστῑγονόμος:мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, nach Poll. 3.145, 153 = ῥαβδοῦχος, ein Aufseher, der eine Peitsche führt, um damit zu strafen, Plut. S. N. V. 7.