συγκερασμός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkerasmos
|Transliteration C=sygkerasmos
|Beta Code=sugkerasmo/s
|Beta Code=sugkerasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[mixing]], [[tempering]], Gloss.</span>
|Definition=ὁ, [[mixing]], [[tempering]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκερασμός''': ὁ, [[σύγκρασις]], [[μῖξις]], [[μετρίασις]], Γλωσσ.
|lstext='''συγκερασμός''': ὁ, [[σύγκρασις]], [[μῖξις]], [[μετρίασις]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ [[συγκεράννυμι]]<br />1.(κυριολ. και μτφ.) [[ανάμιξη]], [[ανακάτεμα]] (α. «[[συγκερασμός]] του οίνου» β. «[[συγκερασμός]] αντιλήψεων»)<br /><b>2.</b> [[μετριασμός]], [[περιστολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[ρύθμιση]] μιας ηχητικής πηγής, όπως [[είναι]] η [[φωνή]] ή μια [[χορδή]], [[έτσι]] ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε [[αναλογία]] [[προς]] ένα δεδομένο τονικό ύψος.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ [[συγκεράννυμι]]<br />1.(κυριολ. και μτφ.) [[ανάμιξη]], [[ανακάτεμα]] (α. «[[συγκερασμός]] του οίνου» β. «[[συγκερασμός]] αντιλήψεων»)<br /><b>2.</b> [[μετριασμός]], [[περιστολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[ρύθμιση]] μιας ηχητικής πηγής, όπως [[είναι]] η [[φωνή]] ή μια [[χορδή]], [[έτσι]] ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε [[αναλογία]] [[προς]] ένα δεδομένο τονικό ύψος.
|mltxt=ο, ΝΜ [[συγκεράννυμι]]<br />1.(κυριολ. και μτφ.) [[ανάμιξη]], [[ανακάτεμα]] (α. «[[συγκερασμός]] του οίνου» β. «[[συγκερασμός]] αντιλήψεων»)<br /><b>2.</b> [[μετριασμός]], [[περιστολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[ρύθμιση]] μιας ηχητικής πηγής, όπως [[είναι]] η [[φωνή]] ή μια [[χορδή]], [[έτσι]] ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε [[αναλογία]] [[προς]] ένα δεδομένο τονικό ύψος.
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκερασμός Medium diacritics: συγκερασμός Low diacritics: συγκερασμός Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: synkerasmós Transliteration B: synkerasmos Transliteration C: sygkerasmos Beta Code: sugkerasmo/s

English (LSJ)

ὁ, mixing, tempering, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, das Vermischen, Mildern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκερασμός: ὁ, σύγκρασις, μῖξις, μετρίασις, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.