ἐξάρθρωμα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksarthroma | |Transliteration C=eksarthroma | ||
|Beta Code=e)ca/rqrwma | |Beta Code=e)ca/rqrwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, = [[ἐξάρθρημα]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:50, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἐξάρθρημα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. dislocación, luxación Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.in Hp.Fract.53.25, cf. ἐξάρθρημα.
German (Pape)
[Seite 872] τό, das Ausgerenkte, Verrenkung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάρθρωμα: τό, -θρωσις, ἡ, = ἐξάρθρημα, -θρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.
Greek Monolingual
το (Α ἐξάρθρωμα) εξαρθρώ
μετατόπιση οστών που συνδέονται με άρθρωση, το βγάλσιμο από την κλείδωση.