ὁμότονος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omotonos | |Transliteration C=omotonos | ||
|Beta Code=o(mo/tonos | |Beta Code=o(mo/tonos | ||
|Definition= | |Definition=ὁμότονον,<br><span class="bld">A</span> [[having the same tension]], [[with equal force]], of fevers, Gal.10.615; [[having equal muscular power in every muscle]], Philostr.''Gym.''36. Adv. [[ὁμοτόνως]], of the pulse, Gal.9.84; of traction, Id.13.685.<br><span class="bld">2</span> [[having the same pitch]], in Music, Nicom.''Harm.''11.5; <b class="b3">τὰ λεγόμενα ὁ.</b> (''[[sc.]]'' [[σημεῖα]]) Gaud.Harm.21: neut. sg. [[ὁμότονον]], τό, between [[βαρύ]] and [[ὀξύ]], [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 17c.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[equable]], τὸ ὁμαλὲς καὶ ὁ. ἐν τῇ τιμῇ τῆς φιλοσοφίας M.Ant.1.14, cf. Longin.36.4.<br><span class="bld">4</span> Adv. [[ὁμοτόνως]] = [[uniformly]], φερομένου τοῦ ἡλίου Arist.''Pr.''911a14.<br><span class="bld">II</span> [[having the same accent]], A.D.''Pron.''75.16, al., [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''11. Adv. [[ὁμοτόνως]], τινι St.Byz.s.v. [[Παραισός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την [[ίδια]] [[ένταση]], ίση [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πυρετό, [[φλεγμονή]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή αυξομειώσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] μυϊκή [[δύναμη]] σε όλους τους μυς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ομοιόμορφος]], όμοιος, [[ομαλός]], [[ίσος]], [[στρωτός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ όμότονον</i><br /><b>μουσ.</b> [[μέτριος]] [[τόνος]], [[ανάμεσα]] στον [[βαρύ]] και τον οξύ. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοτόνως</i> (Α ὁμοτόνως)<br /><b>1.</b> με την [[ίδια]] [[ένταση]], με την [[ίδια]] [[δύναμη]] («ὁμοτόνως ὑπὸ τῶν ζευγῶν ἕλκεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> με τον ίδιο τονισμό<br /><b>3.</b> όμοια, ομοιόμορφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την [[ίδια]] [[ένταση]], ίση [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πυρετό, [[φλεγμονή]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή αυξομειώσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] μυϊκή [[δύναμη]] σε όλους τους μυς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ομοιόμορφος]], όμοιος, [[ομαλός]], [[ίσος]], [[στρωτός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ όμότονον</i><br /><b>μουσ.</b> [[μέτριος]] [[τόνος]], [[ανάμεσα]] στον [[βαρύ]] και τον οξύ. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοτόνως</i> (Α ὁμοτόνως)<br /><b>1.</b> με την [[ίδια]] [[ένταση]], με την [[ίδια]] [[δύναμη]] («ὁμοτόνως ὑπὸ τῶν ζευγῶν ἕλκεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> με τον ίδιο τονισμό<br /><b>3.</b> όμοια, ομοιόμορφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]]), [[πρβλ]]. [[ισότονος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμότονον,
A having the same tension, with equal force, of fevers, Gal.10.615; having equal muscular power in every muscle, Philostr.Gym.36. Adv. ὁμοτόνως, of the pulse, Gal.9.84; of traction, Id.13.685.
2 having the same pitch, in Music, Nicom.Harm.11.5; τὰ λεγόμενα ὁ. (sc. σημεῖα) Gaud.Harm.21: neut. sg. ὁμότονον, τό, between βαρύ and ὀξύ, Pl.Phlb. 17c.
3 metaph., equable, τὸ ὁμαλὲς καὶ ὁ. ἐν τῇ τιμῇ τῆς φιλοσοφίας M.Ant.1.14, cf. Longin.36.4.
4 Adv. ὁμοτόνως = uniformly, φερομένου τοῦ ἡλίου Arist.Pr.911a14.
II having the same accent, A.D.Pron.75.16, al., D.H.Comp.11. Adv. ὁμοτόνως, τινι St.Byz.s.v. Παραισός.
German (Pape)
[Seite 340] gleichgespannt; δύο δὲ θῶμεν βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ τρίτον ὁμότονον, Plat. Phil. 17 c; in gleicher Spannung, Stärke fortdauernd, z. B. vom Fieber, Medic.; gleichen Accent habend, Gramm. – Adv., Arist. probl. 15, 5.
Russian (Dvoretsky)
ὁμότονος: звучащий ровно, т. е. среднего напряжения: βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ ὁμότονον Plat. (звучание) низкое, высокое и среднее.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμότονος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἔντασιν, ἴσην δύναμιν, Γαλην. 2) ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τόνον ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀρχ. Μουσ.· τὸ ὁμότονον, τόνος μέτριος μεταξὺ τοῦ βαρέος καὶ τοῦ ὀξέος, Πλάτ. Φίληβ. 17C. - Ἐπίρρ. -νως, ὁμοιομόρφως, ὁμοίως, Ἀριστ. Προβλ. 15. 5, 1. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τονισμόν, Γραμμ. -Ἐπίρρ. -νως, τινὶ Στέφ. Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμότονος, -ον)
1. αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την ίδια ένταση, ίση δύναμη
2. αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο
3. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό
νεοελλ.
(για πυρετό, φλεγμονή κ.λπ.) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή αυξομειώσεις
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μυϊκή δύναμη σε όλους τους μυς
2. μτφ. ομοιόμορφος, όμοιος, ομαλός, ίσος, στρωτός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ όμότονον
μουσ. μέτριος τόνος, ανάμεσα στον βαρύ και τον οξύ.
επίρρ...
ομοτόνως (Α ὁμοτόνως)
1. με την ίδια ένταση, με την ίδια δύναμη («ὁμοτόνως ὑπὸ τῶν ζευγῶν ἕλκεσθαι», Γαλ.)
2. γραμμ. με τον ίδιο τονισμό
3. όμοια, ομοιόμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τονος (< τόνος), πρβλ. ισότονος].