παρυφίστημι: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paryfistimi | |Transliteration C=paryfistimi | ||
|Beta Code=parufi/sthmi | |Beta Code=parufi/sthmi | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[place close beside]]:—pres. Act. only in form παρυφιστάνω, [[indicate]], A.D.''Adv.''129.18: pf., [[stand close beside]], <b class="b3">παρυφέστηκε τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλον</b> ''Proll. Hermog.'' in Rh. 4.21 W.<br><span class="bld">II</span> Pass., with aor. 2 -υπέστην, [[subsist coordinately with]], τινι ''Stoic.'' 2.48, S.E.''P.''1.205, D.L.9.105, Plot.2.9.14, Porph.''Sent.''43, Ascl. ''in Metaph.''371.2: abs., Simp. ''in Cat.''110.5.<br><span class="bld">2</span> [[arise in consequence]], J.''AJ''15.8.4; <b class="b3">παρυφιστάμενος φόβος</b> [[instinctive]] dread, Herod.Med. ap. Orib.8.3.7; τὸ ἐξ ἑκάστης λέξεως παρυφιστάμενον νοητόν A.D.''Synt.'' 4.5; <b class="b3">τὰ ποικίλως παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων</b> ib.297.5.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">τὸ παρυφιστάμενον</b> [[deposit]] in urine, Gal.6.251 (pl.), 19.574. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:14, 25 August 2023
English (LSJ)
A place close beside:—pres. Act. only in form παρυφιστάνω, indicate, A.D.Adv.129.18: pf., stand close beside, παρυφέστηκε τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλον Proll. Hermog. in Rh. 4.21 W.
II Pass., with aor. 2 -υπέστην, subsist coordinately with, τινι Stoic. 2.48, S.E.P.1.205, D.L.9.105, Plot.2.9.14, Porph.Sent.43, Ascl. in Metaph.371.2: abs., Simp. in Cat.110.5.
2 arise in consequence, J.AJ15.8.4; παρυφιστάμενος φόβος instinctive dread, Herod.Med. ap. Orib.8.3.7; τὸ ἐξ ἑκάστης λέξεως παρυφιστάμενον νοητόν A.D.Synt. 4.5; τὰ ποικίλως παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων ib.297.5.
3 τὸ παρυφιστάμενον deposit in urine, Gal.6.251 (pl.), 19.574.
German (Pape)
[Seite 529] (s. ἵστημι), als Substanz zugleich mit zum Wesen hinzufügen. – Häufiger in den intrans. tempp. u. im med., zugleich sich darstellen, mit sein, existiren; S. Emp. pyrrh. 1, 205; D. L. 9, 105 u. Gramm.
Russian (Dvoretsky)
παρῠφίστημι: тж. med. сопутствовать, сосуществовать (τινι Diog. L., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
παρυφίστημι: ἵστημί τι παραπλεύρως, πλησίον·―πρκμ. παρυφέστηκα, ἕστηκα παρά, παρυφέστηκε δὲ τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλόν τι Ρήτορες (Walz) 4. 21. II. προσθέτω ὡς μέρος οὐσίας τινός, Ψελλ. ― Παθ., ὑπάρχω ὡς ἐξηρτημένος ἐκ τινος, τινι Διογ. Λ. 9. 105, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 205, π. Μ. 8. 13.
Greek Monolingual
ΜΑ υφίστημι
1. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο ή σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ διάβολος, Ιω. Χρ.)
2. μέσ. παρυφίσταμαι
υπάρχω εξαρτημένος από κάτι άλλο («τὰ παρυφιστάμενα τοῖς φαινομένοις ἄδηλα», Πλωτίν.)
3. γραμμ. παράγομαι («τὰ παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων» — τα παράγωγα τών ρημάτων, Ευστ.)
αρχ.
1. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ παρυφιστάμενον
οι στερεές ουσίες που υπάρχουν στα ούρα
2. φρ. «παρυφιστάμενος φόβος» — ενστικτώδης φόβος.