πρόποσις: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proposis | |Transliteration C=proposis | ||
|Beta Code=pro/posis | |Beta Code=pro/posis | ||
|Definition=εως, ἡ, (πίνω) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[πίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[drinking before]] or [[to]] one, <b class="b3">προπόσεις πίνειν</b> drink [[healths]], Alex.49; πιὼν.. προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας Antiph. 82; <b class="b3">π. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν</b>, Critias ''Fr.''6.3,7 D., al.; λαμβάνειν Plb.30.26.6, cf. ''AP''5.133 (Posidipp.); προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ath. 10.432d; δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς π. J.''AJ''6.14.6, cf. Alciphr.''Fr.''6.18.<br><span class="bld">2</span> [[drink]] itself, Simon.167.6; Βρομίου νεκτάρεαι π. ''BMus.Inscr.''1036 (Caria).<br><span class="bld">3</span> [[drinking before]] food, ὕδατος ἢ οἴνου Aret. ''CD''1.3 (pl.); sg., Aët.9.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de boire à la santé de qqn, santé | |btext=εως (ἡ) :<br />action de boire à la santé de qqn, santé qu'on porte <i>ou</i> qu'on accepte, toast.<br />'''Étymologie:''' [[προπίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρόποσις -εως, ἡ [προπίνω] toost:; προπόσεις ὀρέγειν toosten uitbrengen Critias B 6.7; drinkgelag:. συμβολικὴ πρόποσις drinkgelag waaraan iedereen een bijdrage levert AP 5.134.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόποσις:''' εως ἡ (только pl.) заздравный тост, здравица Polyb., Plut., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόποσις:''' -εως, ἡ ([[προπίνω]]), [[πρόποση]], [[πόση]] προς [[τιμή]] κάποιου, σε Πολύβ. | |lsmtext='''πρόποσις:''' -εως, ἡ ([[προπίνω]]), [[πρόποση]], [[πόση]] προς [[τιμή]] κάποιου, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρόποσις''': -εως, ἡ, ([[πίνω]]) τὸ πίνειν πρότερον ἢ εἰς τιμήν τινος, προπόσεις πίνειν, πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, Ἄλεξις ἐν «Δημητρίῳ» 5· πιών... προπόσεις [[τρεῖς]] [[ἴσως]] ἢ τέτταρας Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1· πρ. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν Κριτίας 2· λαμβάνειν Πολύβ. 31. 4, 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 134· προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ἀθήν. 432D· δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς πρ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 6. 2) αὐτὸ τὸ ποτόν, Σιμωνίδ. 170, Λυσί. Ἀποσπ. 5 Reiske. ― Πρβλ. [[προπίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πρόποσις]], εως, [[προπίνω]]<br />a [[drinking]] to one, Polyb. | |mdlsjtxt=[[πρόποσις]], εως, [[προπίνω]]<br />a [[drinking]] to one, Polyb. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[πρό]] + [[πόσις]] τοῦ [[πίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (πίνω)
A drinking before or to one, προπόσεις πίνειν drink healths, Alex.49; πιὼν.. προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας Antiph. 82; π. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν, Critias Fr.6.3,7 D., al.; λαμβάνειν Plb.30.26.6, cf. AP5.133 (Posidipp.); προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ath. 10.432d; δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς π. J.AJ6.14.6, cf. Alciphr.Fr.6.18.
2 drink itself, Simon.167.6; Βρομίου νεκτάρεαι π. BMus.Inscr.1036 (Caria).
3 drinking before food, ὕδατος ἢ οἴνου Aret. CD1.3 (pl.); sg., Aët.9.26.
German (Pape)
[Seite 741] ἡ, Vortrunk; προπόσεις λαμβάνειν, Pol. 31, 4, 6; Antiphan. 2 (X, 100), Plut. u. a. Sp.; auch das Zutrinken, das Trinkgekag, Alex. bei Ath. XIV, 663 c.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de boire à la santé de qqn, santé qu'on porte ou qu'on accepte, toast.
Étymologie: προπίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόποσις -εως, ἡ [προπίνω] toost:; προπόσεις ὀρέγειν toosten uitbrengen Critias B 6.7; drinkgelag:. συμβολικὴ πρόποσις drinkgelag waaraan iedereen een bijdrage levert AP 5.134.2.
Russian (Dvoretsky)
πρόποσις: εως ἡ (только pl.) заздравный тост, здравица Polyb., Plut., Anth.
Greek Monotonic
πρόποσις: -εως, ἡ (προπίνω), πρόποση, πόση προς τιμή κάποιου, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόποσις: -εως, ἡ, (πίνω) τὸ πίνειν πρότερον ἢ εἰς τιμήν τινος, προπόσεις πίνειν, πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, Ἄλεξις ἐν «Δημητρίῳ» 5· πιών... προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1· πρ. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν Κριτίας 2· λαμβάνειν Πολύβ. 31. 4, 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 134· προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ἀθήν. 432D· δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς πρ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 6. 2) αὐτὸ τὸ ποτόν, Σιμωνίδ. 170, Λυσί. Ἀποσπ. 5 Reiske. ― Πρβλ. προπίνω.
Middle Liddell
πρόποσις, εως, προπίνω
a drinking to one, Polyb.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πρό + πόσις τοῦ πίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.