φιλανθρωπεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filanthropeyomai
|Transliteration C=filanthropeyomai
|Beta Code=filanqrwpeu/omai
|Beta Code=filanqrwpeu/omai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[act]] [[humanely]] or [[courteously]], πρός τινας <span class="bibl">D.19.139</span>: c. acc. rei, to [[show kindness by granting]] a thing, <span class="bibl">Hld.9.27</span>, <span class="bibl">D.C.50.20</span>; τι περί τινα <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>21</span> (<span class="bibl">22</span>).<span class="bibl">10</span>; τὰ θαυμαστά Id.2.234J. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Astrol., = [[φιλανθρωπέω]] 1.2, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>200</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. acc. pers., [[treat humanely]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 13.2.3</span>; <b class="b3">φ. τινά τι</b> [[do]] one a [[kindness]], <span class="bibl">Hld.9.2</span>:—Pass., φιλανθρωπευθέντες <span class="bibl">D.S.18.18</span>, cf. Phld.<span class="title">Herc.</span>1457.9. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[conciliate]], τὸν δῆμον δώδεκα ἀποικίαις <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>1.23</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[act]] [[humanely]] or [[courteously]], πρός τινας D.19.139: c. acc. rei, to [[show kindness by granting]] a thing, Hld.9.27, D.C.50.20; τι περί τινα Aristid.''Or.''21 (22).10; τὰ θαυμαστά Id.2.234J.<br><span class="bld">2</span> Astrol., = [[φιλανθρωπέω]] 1.2, Procl.''Par.Ptol.''200.<br><span class="bld">II</span> c. acc. pers., [[treat humanely]], J.''AJ'' 13.2.3; <b class="b3">φ. τινά τι</b> [[do]] one a [[kindness]], Hld.9.2:—Pass., φιλανθρωπευθέντες D.S.18.18, cf. Phld.''Herc.''1457.9.<br><span class="bld">2</span> [[conciliate]], τὸν δῆμον δώδεκα ἀποικίαις App.''BC''1.23.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλανθρωπεύομαι Medium diacritics: φιλανθρωπεύομαι Low diacritics: φιλανθρωπεύομαι Capitals: ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: philanthrōpeúomai Transliteration B: philanthrōpeuomai Transliteration C: filanthropeyomai Beta Code: filanqrwpeu/omai

English (LSJ)

A act humanely or courteously, πρός τινας D.19.139: c. acc. rei, to show kindness by granting a thing, Hld.9.27, D.C.50.20; τι περί τινα Aristid.Or.21 (22).10; τὰ θαυμαστά Id.2.234J.
2 Astrol., = φιλανθρωπέω 1.2, Procl.Par.Ptol.200.
II c. acc. pers., treat humanely, J.AJ 13.2.3; φ. τινά τι do one a kindness, Hld.9.2:—Pass., φιλανθρωπευθέντες D.S.18.18, cf. Phld.Herc.1457.9.
2 conciliate, τὸν δῆμον δώδεκα ἀποικίαις App.BC1.23.

French (Bailly abrégé)

I. intr. se conduire avec humanité, se montrer humain, bon : πρός τινα pour qqn;
II. tr. 1 traiter avec humanité, avec bonté : τινά τι qqn en qch ; Pass. être bien traité;
2 accorder avec bonté : τι qch;
3 rendre bienveillant, disposer favorablement, se concilier, acc..
Étymologie: φιλάνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

φιλανθρωπεύομαι:
1 med. быть человеколюбивым, обращаться гуманно (πρός τινα Dem.);
2 pass. встречать человечное отношение к себе Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανθρωπεύομαι: ἀποθ., φέρομαι φιλανθρώπως ἢ φιλοφρόνως, πρός τινα Δημ. 384. 11· ― μετ’ αἰτ. πράγματος, δεικνύω φιλανθρωπίαν παρέχων τι, Ἡλιόδ. 9. 27· τινι Δίων Κάσσ. 50. 20· τι περί τινα Ἀριστείδ. 1. 272. 2) ὡς παθητικόν, φιλανθρωπευθέντες, φιλανθρώπου χρήσεως τυχόντες, Διόδ. 18. 18. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ φιλάνθρωπον, εὐμενῆ, διαλλάττω, συμφιλιώνω, τὸν δῆμον Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 23· φ. τινά τι, πράττω φιλάνθρωπόν τινα πρᾶξιν πρός τινα, Ἡλιόδ. σελ. 9. 2.

Greek Monolingual

Α φιλάνθρωπος
(αποθ.)
1. φέρομαι με φιλανθρωπία
2. (μτβ.) α) καθιστώ κάποιον φιλάνθρωπο
β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) κάνω μια φιλανθρωπική πράξη για κάποιον
γ) (με αιτ. πράγματος) παρέχω κάτι με φιλανθρωπική διάθεση
3. (το αρσ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φιλανθρωπευθέντες·αυτοί που έτυχαν φιλανθρωπικής μεταχείρισης.

Greek Monotonic

φῐλανθρωπεύομαι: αποθ.,
I. 1. ενεργώ ανθρώπινα, πρός τινα, σε Δημ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις από καλοσύνη, αγαθοεργίες, φιλοφροσύνες, σε Δημ.
2. λέγεται για το Θεό, αγάπη για τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη
II. λέγεται για πράγματα, ἡ φιλανθρωπία τῆς τέχνης, σχετικά με τη γεωργία, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλανθρωπεύομαι,
Dep. to act humanely, πρός τινα Dem.