συναγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synagogos
|Transliteration C=synagogos
|Beta Code=sunagwgo/s
|Beta Code=sunagwgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bringing together]], [[uniting]], <span class="bibl">Democr.164</span>; ἀμφοῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>31c</span>; <b class="b3">δεσμοὶ φιλίας σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Prt.</span>322c</span>; τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Plu.2.632e; [[comprehensive]], of the general, <span class="bibl">David<span class="title">Proll.</span>165.11</span>: abs., <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.10</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[collecting]], ἡ σ. [μέλιτος] μέλιττα <span class="bibl">Ph.2.255</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Subst., = [[συναγωγεύς]] <span class="bibl">1</span>, [[convener]] of a <b class="b3">σύνοδος</b>, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>12</span> (i A.D.), al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">living together</b>, Hsch. s.v. [[συνέστιοι]].</span>
|Definition=συναγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[bringing together]], [[uniting]], Democr.164; ἀμφοῖν Pl.''Ti.''31c; <b class="b3">δεσμοὶ φιλίας σ.</b> Id.''Prt.''322c; τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Plu.2.632e; [[comprehensive]], of the general, David''Proll.''165.11: abs., S.E.''M.''9.10, etc.<br><span class="bld">2</span> [[collecting]], ἡ σ. [μέλιτος] μέλιττα Ph.2.255.<br><span class="bld">3</span> Subst., = [[συναγωγεύς]] ''1'', [[convener]] of a [[σύνοδος]], ''Sammelb.''12 (i A.D.), al.<br><span class="bld">II</span> [[living together]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[συνέστιοι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσθαι Tim. 31 c; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσθαι Tim. 31 c; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''συνᾰγωγός''': -όν, ὁ ἄγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ἑνώνων, συνδέων, ἀμφοῖν Πλάτ. Τίμ. 31C· δεσμοὶ φιλίας σ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 322· τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Πλούτ. 2. 632Ε. ― ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 10, κτλ. ΙΙ. ὁ ζῶν [[ὁμοῦ]], [[συναγελαστικός]], Φίλων 2. 255. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνέστιοι· συναγωγοί, ὁμοτράπεζοι».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui rassemble, qui réunit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui rassemble, qui réunit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνᾰγωγός -όν [συνάγω] [[samenbrengend]], [[verenigend]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰγωγός:''' 3, Sext. тж. 2 соединяющий (δεσμοὶ [[φιλίας]] συναγωγοί Plat.): σ. [[αἰτία]] Sext. связующее начало.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνᾰγωγός:''' -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, [[ενωτικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνᾰγωγός:''' -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, [[ενωτικός]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνᾰγωγός:''' 3, Sext. тж. 2 соединяющий (δεσμοὶ [[φιλίας]] συναγωγοί Plat.): σ. [[αἰτία]] Sext. связующее начало.
|lstext='''συνᾰγωγός''': -όν, ὁ ἄγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ἑνώνων, συνδέων, ἀμφοῖν Πλάτ. Τίμ. 31C· δεσμοὶ φιλίας σ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 322· τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Πλούτ. 2. 632Ε. ― ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 10, κτλ. ΙΙ. ὁ ζῶν [[ὁμοῦ]], [[συναγελαστικός]], Φίλων 2. 255. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνέστιοι· συναγωγοί, ὁμοτράπεζοι».
}}
{{elnl
|elnltext=συνᾰγωγός -όν [συνάγω] samenbrengend, verenigend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ᾰγωγός, όν<br />[[bringing]] [[together]], uniting, Plat.
|mdlsjtxt=συν-ᾰγωγός, όν<br />[[bringing]] [[together]], uniting, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγωγός Medium diacritics: συναγωγός Low diacritics: συναγωγός Capitals: ΣΥΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: synagōgós Transliteration B: synagōgos Transliteration C: synagogos Beta Code: sunagwgo/s

English (LSJ)

συναγωγόν,
A bringing together, uniting, Democr.164; ἀμφοῖν Pl.Ti.31c; δεσμοὶ φιλίας σ. Id.Prt.322c; τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Plu.2.632e; comprehensive, of the general, DavidProll.165.11: abs., S.E.M.9.10, etc.
2 collecting, ἡ σ. [μέλιτος] μέλιττα Ph.2.255.
3 Subst., = συναγωγεύς 1, convener of a σύνοδος, Sammelb.12 (i A.D.), al.
II living together, Hsch. s.v. συνέστιοι.

German (Pape)

[Seite 996] versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσθαι Tim. 31 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rassemble, qui réunit, gén..
Étymologie: συνάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνᾰγωγός -όν [συνάγω] samenbrengend, verenigend.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγωγός: 3, Sext. тж. 2 соединяющий (δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί Plat.): σ. αἰτία Sext. связующее начало.

Greek Monolingual

-όν, Α
συνάγω
1. αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] μέλισσα», Φίλ.)
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («λόγος φιλίας συναγωγός», Δίων Χρυσ.)
3. αυτός που ζει μαζί με κάποιον
4. το αρσ. ως ουσ.συναγωγός
αυτός που συγκαλεί συνέλευση.

Greek Monotonic

συνᾰγωγός: -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, ενωτικός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγωγός: -όν, ὁ ἄγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ἑνώνων, συνδέων, ἀμφοῖν Πλάτ. Τίμ. 31C· δεσμοὶ φιλίας σ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 322· τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Πλούτ. 2. 632Ε. ― ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 10, κτλ. ΙΙ. ὁ ζῶν ὁμοῦ, συναγελαστικός, Φίλων 2. 255. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνέστιοι· συναγωγοί, ὁμοτράπεζοι».

Middle Liddell

συν-ᾰγωγός, όν
bringing together, uniting, Plat.