σφηνίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfiniskos
|Transliteration C=sfiniskos
|Beta Code=sfhni/skos
|Beta Code=sfhni/skos
|Definition=ὁ, Dim. of <b class="b3">σφήν</b>, Hp.<span class="title">Mochl.</span>38, prob. in Sch.<span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>425</span>. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">wedge-shaped plug, pledget</b> for the nose, <span class="bibl">Paul.Aeg. 2.58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Math., <b class="b2">an irregular truncated pyramid</b>, with v.l. [[σφηκίσκος]], Hero <b class="b2">*Deff</b>.114, cf. <b class="b2">*Stereom</b>.1.25: cf. <b class="b3">βωμίσκος</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">a number with</b> 3 <b class="b2">unequal factors</b>, Anon. <span class="title">in Tht.</span>43.14, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>2.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b2">wedge-shaped ornament</b> on shoe, <span class="bibl">Herod.7.22</span> (prob. rest.).</span>
|Definition=ὁ, ''Dim. of'' [[σφήν]], Hp.''Mochl.''38, prob. in Sch.Hes. ''Op.''425.<br><span class="bld">II</span> [[wedge]]-[[shape]]d [[plug]], [[pledget]] for the [[nose]], Paul.Aeg. 2.58.<br><span class="bld">III</span> Math., an [[irregular]] [[truncate]]d [[pyramid]], with [[varia lectio|v.l.]] [[σφηκίσκος]], Hero *Deff.114, cf. *Stereom.1.25: cf. [[βωμίσκος]].<br><span class="bld">2</span> a [[number]] with 3 [[unequal]] [[factor]]s, Anon. ''in Tht.''43.14, Nicom.''Ar.''2.6.<br><span class="bld">IV</span> [[wedge]]-[[shape]]d [[ornament]] on [[shoe]], Herod.7.22 (prob. rest.).
}}
{{ls
|lstext='''σφηνίσκος''': ὁ ὑποκορ. τοῦ [[σφήν]], Ἱππ. Μοχλ. 863, Μοσχόπ. καὶ Πρόδρ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421 (425). ΙΙ. ἐπίδεσμός τις σφηνοειδὴς τὸ [[σχῆμα]], Παῦλ. Αἰγ. ΙΙ. μαθηματικόν τι στερεὸν ἔχον τὰς [[τρεῖς]] διαστάσεις ἀνίσους, μετὰ διαφ. γραφ. [[σφηκίσκος]], Ἥρων καὶ Νικομ. Ἀρ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πιγκουίνων της τάξης απτηνοδυτόμορφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />υποκορ. του [[σφήν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] με σφηνοειδές [[σχήμα]] («και ξύσαντες τὸ [[ὀστέον]], σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῦμεν τοῖς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>2.</b> σφηνοειδές [[κόσμημα]] του υποδήματος<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> α) ακανόνιστη κόλουρη [[πυραμίδα]]<br />β) στερεό που έχει [[τρεις]] άνισες διαστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήν]], -<i>ηνός</i> «[[σφήνα]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[τροχίσκος]]). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> αγλλ. <i>spheniscus</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=σφηνίσκος -ου, ὁ, demin. van σφήν kleine wig.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, dim. von [[σφήν]], Nicom. <i>inst.arithm</i>. 2.16.
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηνίσκος Medium diacritics: σφηνίσκος Low diacritics: σφηνίσκος Capitals: ΣΦΗΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sphēnískos Transliteration B: sphēniskos Transliteration C: sfiniskos Beta Code: sfhni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of σφήν, Hp.Mochl.38, prob. in Sch.Hes. Op.425.
II wedge-shaped plug, pledget for the nose, Paul.Aeg. 2.58.
III Math., an irregular truncated pyramid, with v.l. σφηκίσκος, Hero *Deff.114, cf. *Stereom.1.25: cf. βωμίσκος.
2 a number with 3 unequal factors, Anon. in Tht.43.14, Nicom.Ar.2.6.
IV wedge-shaped ornament on shoe, Herod.7.22 (prob. rest.).

Greek (Liddell-Scott)

σφηνίσκος: ὁ ὑποκορ. τοῦ σφήν, Ἱππ. Μοχλ. 863, Μοσχόπ. καὶ Πρόδρ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421 (425). ΙΙ. ἐπίδεσμός τις σφηνοειδὴς τὸ σχῆμα, Παῦλ. Αἰγ. ΙΙ. μαθηματικόν τι στερεὸν ἔχον τὰς τρεῖς διαστάσεις ἀνίσους, μετὰ διαφ. γραφ. σφηκίσκος, Ἥρων καὶ Νικομ. Ἀρ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος πιγκουίνων της τάξης απτηνοδυτόμορφα
μσν.-αρχ.
υποκορ. του σφήν
αρχ.
1. επίδεσμος με σφηνοειδές σχήμα («και ξύσαντες τὸ ὀστέον, σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῦμεν τοῖς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)
2. σφηνοειδές κόσμημα του υποδήματος
3. μαθημ. α) ακανόνιστη κόλουρη πυραμίδα
β) στερεό που έχει τρεις άνισες διαστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τροχίσκος). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγλλ. spheniscus)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφηνίσκος -ου, ὁ, demin. van σφήν kleine wig.

German (Pape)

ὁ, dim. von σφήν, Nicom. inst.arithm. 2.16.