λιθοτόμος: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithotomos | |Transliteration C=lithotomos | ||
|Beta Code=liqo/tomos | |Beta Code=liqo/tomos | ||
|Definition=(parox.), ον, < | |Definition=(parox.), ον,<br><span class="bld">A</span> [[for cutting stones]], ὄργανα Agath.1.10: Subst. <b class="b3">λ., ὁ</b>, prob. for [[λιθοδόμος]] in [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.11; [[quarryman]], IG12.347.36, 22.1680.4; [[mason]], Gal.''Thras.''43, ''PAmh.''2.76.9 (ii/iii A.D.).<br><span class="bld">II</span> Subst., <b class="b3">λ., ὁ</b>, [[surgeon who cuts for the stone]], Gal.1.125, ''Thras.''24; but, [[who cuts the stone]] (internally), Ammonius ὁ λ. Cels.7.26.3.<br><span class="bld">b</span> [[λιθοτόμον]], τό, [[knife for cutting for the stone]], Paul.Aeg.6.60. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
(parox.), ον,
A for cutting stones, ὄργανα Agath.1.10: Subst. λ., ὁ, prob. for λιθοδόμος in X.Cyr.3.2.11; quarryman, IG12.347.36, 22.1680.4; mason, Gal.Thras.43, PAmh.2.76.9 (ii/iii A.D.).
II Subst., λ., ὁ, surgeon who cuts for the stone, Gal.1.125, Thras.24; but, who cuts the stone (internally), Ammonius ὁ λ. Cels.7.26.3.
b λιθοτόμον, τό, knife for cutting for the stone, Paul.Aeg.6.60.
German (Pape)
[Seite 46] Steine hauend, brechend, – τὸ λιθοτόμον, ein Instrument zum Ausschneiden des Blasensteins, Medic. – Aber λιθότομος, aus Stein gehauen, geschnitten, Cyrill.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe la pierre ; ὁ λιθοτόμος tailleur de pierre ; ὁ λιθοτόμος, τὸ λιθοτόμον instrument de chirurgie pour la taille de la pierre.
Étymologie: λίθος, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
λιθοτόμος: ὁ Xen. = λιθοκόπος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοτόμος: -ον, ὁ κόπτων λίθους· - λιθοτόμος, ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ λιθοδόχος, ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11. ΙΙ. ὁ διὰ τομῆς ἐξάγων τὸν λίθον τῆς κύστεως, λιθοτόμον, τό, μάχαιρα πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
Greek Monolingual
-ο (Α λιθοτόμος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο λιθοτόμος
αυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, λατόμος
αρχ.
1. ο κατάλληλος για τη θραύση λίθων
2. το αρσ. ως ουσ. α) κτίστης
β) χειρουργός που αφαιρούσε τους λίθους της κύστης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοτόμον
είδος χειρουργικού εργαλείου για τη θραύση τών λίθων της ουροδόχου κύστεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. δρυτόμος, λατόμος.
Greek Monotonic
λῐθοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που κόβει λίθους, σε Ξεν.