πόρισμα: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=porisma | |Transliteration C=porisma | ||
|Beta Code=po/risma | |Beta Code=po/risma | ||
|Definition=ατος, τό, Geom., < | |Definition=-ατος, τό, Geom.,<br><span class="bld">A</span> [[deduction from a previous demonstration]], [[corollary]], as it were a [[windfall]] or [[bonus]] (cf. [[πορίζω]] II.2), Euc.3.1, etc.: metaph., Procl. ''in Alc.''p.139C., Hierocl.''in CA''23p.469M., Dam.''Pr.''251.<br><span class="bld">II</span> (πορίζω ''III'') [[a kind of proposition intermediate between a theorem and a problem]], defined by Papp.648.18 sqq., Procl.''in Euc.''p.301F. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] τό, das Herbeigeschaffte, Erworbene, bes. erlangter Vortheil, Gewinn, Sp. – Bei den Mathematikern ein aus dem Beweise abgeleiteter oder von selbst daraus folgender Satz, Zusatz. Auch = [[πρόβλημα]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πόρισμα''': τό, ([[πορίζω]] ΙΙΙ)· παρὰ τοῖς γεωμετρ. συγγρ., ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐξαγόμενον ἐκ προτέρας ἀποδείξεως· [[ὡσαύτως]] = [[πρόβλημα]], Εὐκλείδ.· ἴδε Papp. Coll. Math. 7, ἐν τῷ προλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που εξάγεται από [[μελέτη]] ή [[έρευνα]], [[συμπέρασμα]] («τα πορίσματα της αστρονομίας»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[πρόταση]] που προκύπτει [[κατά]] απλό ή προφανή τρόπο από [[άλλη]] ή άλλες προηγούμενες προτάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μαθηματικής πρότασης [[μεταξύ]] προβλήματος και θεωρήματος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, Geom.,
A deduction from a previous demonstration, corollary, as it were a windfall or bonus (cf. πορίζω II.2), Euc.3.1, etc.: metaph., Procl. in Alc.p.139C., Hierocl.in CA23p.469M., Dam.Pr.251.
II (πορίζω III) a kind of proposition intermediate between a theorem and a problem, defined by Papp.648.18 sqq., Procl.in Euc.p.301F.
German (Pape)
[Seite 683] τό, das Herbeigeschaffte, Erworbene, bes. erlangter Vortheil, Gewinn, Sp. – Bei den Mathematikern ein aus dem Beweise abgeleiteter oder von selbst daraus folgender Satz, Zusatz. Auch = πρόβλημα.
Greek (Liddell-Scott)
πόρισμα: τό, (πορίζω ΙΙΙ)· παρὰ τοῖς γεωμετρ. συγγρ., ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐξαγόμενον ἐκ προτέρας ἀποδείξεως· ὡσαύτως = πρόβλημα, Εὐκλείδ.· ἴδε Papp. Coll. Math. 7, ἐν τῷ προλ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πορίζω
1. καθετί που εξάγεται από μελέτη ή έρευνα, συμπέρασμα («τα πορίσματα της αστρονομίας»)
2. μαθημ. πρόταση που προκύπτει κατά απλό ή προφανή τρόπο από άλλη ή άλλες προηγούμενες προτάσεις
αρχ.
είδος μαθηματικής πρότασης μεταξύ προβλήματος και θεωρήματος.