μονόστροφος: Difference between revisions
(13_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monostrofos | |Transliteration C=monostrofos | ||
|Beta Code=mono/strofos | |Beta Code=mono/strofos | ||
|Definition= | |Definition=μονόστροφον,<br><span class="bld">A</span> [[consisting of a single strophe]], [[στροφή]] Sch.Tricl.E.''Ph.''239. Adv. [[μονοστρόφως]] ibid.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἅμαξα μ.</b> either a cart [[with solid wheels]], or [[wheelbarrow]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.7.6; cf. [[μονόκυκλος]] 2.<br><span class="bld">III</span> [[of one turn]], ἕλιξ Speus. ap. Procl.''in Euc.''pp.180,187 F., Papp.1110.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] aus | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] aus [[einer]] Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονόστροφος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. [[ἅμαξα]] μ., [[μονότροχος]], ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. [[μονότροχος]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόστροφος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[στροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έλικα) αυτός που στρέφεται [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μονόστροφος]] [[ἅμαξα]]» — [[άμαξα]] με έναν μόνο τροχό, μονότροχη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοστρόφως</i> (ΑΜ)<br />με μία [[στροφή]], σε μία [[στροφή]], [[κατά]] τρόπο μονόστροφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στροφή]]), [[πρβλ]]. [[πολύστροφος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
μονόστροφον,
A consisting of a single strophe, στροφή Sch.Tricl.E.Ph.239. Adv. μονοστρόφως ibid.
II ἅμαξα μ. either a cart with solid wheels, or wheelbarrow, Thphr. HP 5.7.6; cf. μονόκυκλος 2.
III of one turn, ἕλιξ Speus. ap. Procl.in Euc.pp.180,187 F., Papp.1110.2.
German (Pape)
[Seite 205] aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστροφος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. ἅμαξα μ., μονότροχος, ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. μονότροχος).
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόστροφος, -ον)
αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή
αρχ.
1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση
2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» — άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη.
επίρρ...
μονοστρόφως (ΑΜ)
με μία στροφή, σε μία στροφή, κατά τρόπο μονόστροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. πολύστροφος].