ἐπίστροφος: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(Bailly1_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistrofos | |Transliteration C=epistrofos | ||
|Beta Code=e)pi/strofos | |Beta Code=e)pi/strofos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίστροφον,<br><span class="bld">A</span> [[having dealings with]], [[conversant]], ἐ. ἦν ἀνθρώπων Od. 1.177; read by Ar.Byz. for [[ἐπίσκοπος]], 8.163; <b class="b3">ἐ. τινος</b> [[concerned with]] or in it, A.''Ag.''397 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> = [[ἐπιστρεφής]], [[curved]], [[winding]], A.R. 2.979; ὅρμος D.P.75.<br><span class="bld">3</span> Adv. [[ἐπιστρόφως]] = [[diligently]], [[exactly]], Ephipp.3.10, Memn.7.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0986.png Seite 986]] 1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter, Aesch. Ag. 386, od. der damit verkehrt. Also – 2) verkehrend, Umgang habend, ἀνθρώπων, mit den Menschen verkehrend, Od. 1, 177, wo Schol. erkl. ἐπιστροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἐποιεῖτο ἀνθρώπων od. οὗ λόγον ἅπαντες ἐποιοῦντο; [[ἐπίστροφος]] ὁδαίων 8, 163, der sich mit Waaren abgiebt, wo Wolf [[ἐπίσκοπος]] aufgenommen hat. Auch – 3) wie [[ἐπιστρεφής]], sich umwendend, gekrümmt, [[κέλευθος]] Ap. Rh. 2, 979; [[ὅρμος]] D. Per. 75. – Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam, Ephipp. bei Ath. IX, 370 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0986.png Seite 986]] 1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter, Aesch. Ag. 386, od. der damit verkehrt. Also – 2) verkehrend, Umgang habend, ἀνθρώπων, mit den Menschen verkehrend, Od. 1, 177, wo Schol. erkl. ἐπιστροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἐποιεῖτο ἀνθρώπων od. οὗ λόγον ἅπαντες ἐποιοῦντο; [[ἐπίστροφος]] ὁδαίων 8, 163, der sich mit Waaren abgiebt, wo Wolf [[ἐπίσκοπος]] aufgenommen hat. Auch – 3) wie [[ἐπιστρεφής]], sich umwendend, gekrümmt, [[κέλευθος]] Ap. Rh. 2, 979; [[ὅρμος]] D. Per. 75. – Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam, Ephipp. bei Ath. IX, 370 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a commerce avec, gén. ; qui a un rapport avec, qui est cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστρέφω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίστροφος:'''<br /><b class="num">1</b> [[вращающийся]] (в кругу людей), т. е. общительный: ἐ. ἦν ἀνθρώπων Hom. (Одиссей) любил бывать среди людей;<br /><b class="num">2</b> [[приводящий в действие]], [[виновник]] (τινος Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίστροφος''': -ον, ([[ἐπιστρέφω]]) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις [[αὐτοῦ]]), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, [[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. [[ἐπίσκοπος]]) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = [[ἐπιστρεφής]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, [[Μέμνων]] ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ἐπιστρεφῶς. | |lstext='''ἐπίστροφος''': -ον, ([[ἐπιστρέφω]]) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις [[αὐτοῦ]]), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, [[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. [[ἐπίσκοπος]]) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = [[ἐπιστρεφής]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, [[Μέμνων]] ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ἐπιστρεφῶς. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Autenrieth | ||
| | |auten=(ἐπιστρέφομαι): [[conversant]] [[with]] (ἀνθρώπων), [[through]] wanderings, Od. 1.177†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίστροφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («[[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ενδιαφέρεται για [[κάτι]] («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[στριφτός]], [[γυριστός]] («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίστροφος:''' -ον ([[ἐπιστρέφω]]), αυτός που συναλλάσσεται με κάποιον, [[οικείος]], [[γνώριμος]], [[γνωστός]] με, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐπίστροφος]], ον [[ἐπιστρέφω]]<br />having [[dealings]] with, [[conversant]] with, c. gen., Od., Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπίστροφον,
A having dealings with, conversant, ἐ. ἦν ἀνθρώπων Od. 1.177; read by Ar.Byz. for ἐπίσκοπος, 8.163; ἐ. τινος concerned with or in it, A.Ag.397 (lyr.).
2 = ἐπιστρεφής, curved, winding, A.R. 2.979; ὅρμος D.P.75.
3 Adv. ἐπιστρόφως = diligently, exactly, Ephipp.3.10, Memn.7.3.
German (Pape)
[Seite 986] 1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter, Aesch. Ag. 386, od. der damit verkehrt. Also – 2) verkehrend, Umgang habend, ἀνθρώπων, mit den Menschen verkehrend, Od. 1, 177, wo Schol. erkl. ἐπιστροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἐποιεῖτο ἀνθρώπων od. οὗ λόγον ἅπαντες ἐποιοῦντο; ἐπίστροφος ὁδαίων 8, 163, der sich mit Waaren abgiebt, wo Wolf ἐπίσκοπος aufgenommen hat. Auch – 3) wie ἐπιστρεφής, sich umwendend, gekrümmt, κέλευθος Ap. Rh. 2, 979; ὅρμος D. Per. 75. – Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam, Ephipp. bei Ath. IX, 370 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a commerce avec, gén. ; qui a un rapport avec, qui est cause de, gén..
Étymologie: ἐπιστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίστροφος:
1 вращающийся (в кругу людей), т. е. общительный: ἐ. ἦν ἀνθρώπων Hom. (Одиссей) любил бывать среди людей;
2 приводящий в действие, виновник (τινος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίστροφος: -ον, (ἐπιστρέφω) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις αὐτοῦ), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. ἐπίσκοπος) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = ἐπιστρεφής, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, Μέμνων ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ἐπιστρεφῶς.
English (Autenrieth)
(ἐπιστρέφομαι): conversant with (ἀνθρώπων), through wanderings, Od. 1.177†.
Greek Monolingual
ἐπίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ», Αισχύλ.)
3. στριφτός, γυριστός («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στροφος < στρέφω.
Greek Monotonic
ἐπίστροφος: -ον (ἐπιστρέφω), αυτός που συναλλάσσεται με κάποιον, οικείος, γνώριμος, γνωστός με, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπίστροφος, ον ἐπιστρέφω
having dealings with, conversant with, c. gen., Od., Aesch.