ἀπιθέω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apitheo | |Transliteration C=apitheo | ||
|Beta Code=a)piqe/w | |Beta Code=a)piqe/w | ||
|Definition=(πείθω) Ep. form of [[ἀπειθέω]], c. dat., freq. in Hom. usually with neg., <b class="b3">οὐκ ἀπίθησε μύθῳ</b> he < | |Definition=([[πείθω]]) Ep. form of [[ἀπειθέω]], c. dat., freq. in Hom. usually with neg., <b class="b3">οὐκ ἀπίθησε μύθῳ</b> he<br><span class="bld">A</span> [[disobeyed]] not the words, Il.1.220, cf. 6.102,al.: abs., ib.16.458: once c. gen., οὐδ' ἀπίθησε θεὰ.. ἀγγελιάων ''h.Cer.''448: used in S.''Ph.''1447 (anap.).<br><span class="bld">II</span> [[fail to persuade]], <b class="b3">οὐδ' ἀπίθησέ νιν</b> (ϝιν Herm.) Pi.''P.''4.36. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπῐθέω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[ἀπειθέω]], μόνο στον αόρ. | |lsmtext='''ἀπῐθέω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[ἀπειθέω]], μόνο στον αόρ. αʹ, με δοτ. <i>οὐκ ἀπίθησε μύθῳ</i>, δεν επέδειξε [[απείθεια]] στα [[λόγια]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀπειθέω]]<br />οὐκ ἀπίθησει μύθωι he disobeyed not the words, Il. | |mdlsjtxt=[[ἀπειθέω]]<br />οὐκ ἀπίθησει μύθωι he disobeyed not the words, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
(πείθω) Ep. form of ἀπειθέω, c. dat., freq. in Hom. usually with neg., οὐκ ἀπίθησε μύθῳ he
A disobeyed not the words, Il.1.220, cf. 6.102,al.: abs., ib.16.458: once c. gen., οὐδ' ἀπίθησε θεὰ.. ἀγγελιάων h.Cer.448: used in S.Ph.1447 (anap.).
II fail to persuade, οὐδ' ἀπίθησέ νιν (ϝιν Herm.) Pi.P.4.36.
Spanish (DGE)
(ἀπῐθέω)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 desobedecer, no obedecer siempre en lítotes, abs. ὁ δ' ἄρ' οὐκ ἀπίθησεν Il.8.319, cf. Od.22.492, Nonn.D.9.94
•c. dat. de pers. οἱ δέ οἱ οὐκ ἀπίθησαν Od.23.369, οὐδ' ἀπίθησεν λισσομένοις A.R.1.149
•c. dat. de abstr. οὐδ' ἀπίθησε μύθῳ no desobedeció la orden, Il.1.220, οὐκ ἀπιθήσω τοῖς σοῖς μύθοις S.Ph.1447
•c. gen. οὐδ' ἀπίθησε Διὸς ... ἐφετμῆς h.Cer.358.
2 no convencer οὐδ' ἀπίθησέ ἱν y no dejó de convencerlo Pi.P.4.36.
German (Pape)
[Seite 291] p. = ἀπειθέω, Hom. oft in der Form ἀπίθησε (ν), Iliad. 3, 120 ὁ δ' ἄρ' οὐκ ἀπίθησ' Ἀγαμέμνονι, Od. 23, 369 ἀπίθησαν, Iliad. 24, 300 ἀπιθήσω, 10, 129 ἀπιθήσει; stets mit der Negation, Iliad. 1, 220 οὐδ' ἀπίθησεν μύθῳ Ἀθηναίης, er war der Rede nicht ungehorsam, d. h. Homerisch: er gehorchte willig, schnell; 2, 166 οὐδ' ἀπίθησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη, sie gehorchte mit Eifer. – Pind. P. 4, 36; Soph. Phil. 1432; τινός H. h. Cer. 448 Sp. D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 ne pas ajouter foi : οὐδ' ἀπίθησε OD et il ne fut pas incrédule;
2 ne pas obéir ; τινι à qqn.
Étymologie: ἀπιθής.
Russian (Dvoretsky)
ἀπῐθέω: Hom., HH, Pind., Soph., Plut. = ἀπειθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐθέω: μέλλ. -ήσω, (πείθω) Ἐπ. τύπος τοῦ ἀπειθέω μετὰ δοτ., συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ συνήθως μετ’ ἀρνήσεως οὐδ. ἀπίθησεν μύθῳ, δὲν ἐδείχθη ἀπειθὴς εἰς τὸν λόγον..., Ἰλ. Α. 220, κτλ., πρβλ. Ζ. 102 κ. ἀλλ.· ἅπαξ μετὰ γεν., οὐδ’ ἀπίθησε θεὰ… ἀγγελιάων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 448: -ὁ Σοφ. ἐχρήσατο τῇ λέξει ἅπαξ ἐν ἀναπαιστ. στίχῳ, οὐκ ἀπιθήσω τοῖς σοῖς μύθοις Φιλοκτ. 1447.
English (Autenrieth)
only fut., and aor. ἀπίθησε: disobey; τινί, always with negative.
English (Slater)
ᾰπῐθέω disobey c. dat. “οὐδ' ᾰπίθησέ ἱν (Hermann: νιν codd., sed cf. Σ: οὐκ ἀπειθῆ αὐτὸν πεποίηκε πρὸς τὴν ὑποδοχήν) (P. 4.36)
Greek Monotonic
ἀπῐθέω: Επικ. τύπος του ἀπειθέω, μόνο στον αόρ. αʹ, με δοτ. οὐκ ἀπίθησε μύθῳ, δεν επέδειξε απείθεια στα λόγια, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἀπειθέω
οὐκ ἀπίθησει μύθωι he disobeyed not the words, Il.