ἀνούσιος: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoysios | |Transliteration C=anoysios | ||
|Beta Code=a)nou/sios | |Beta Code=a)nou/sios | ||
|Definition= | |Definition=ἀνούσιον,<br><span class="bld">A</span> [[without]] [[substance]], οὐδὲ ἄρα ἡ ἑτερότης ἀ. Dam.''Pr.'' 192; ἀ. καὶ νεκροί Procl. ''in Alc.''p.271C., cf. Olymp.''in Alc.''p.92C.; [[δύναμις]], of God, opp. [[οὐσιώδης]], Procl.''Inst.''121. Adv. [[ἀνουσίως]] Syrian.''in Metaph.''114.29.<br><span class="bld">II</span> in Alchemy, [[not affecting substance]], [[superficial]] in [[action]], [[σώμα]]τα Zos.Alch.p 160B,al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene entidad o ser]] op. [[οὐσιώδης]] de la πρωτίστη [[δύναμις]] ἐν τοῖς θεοῖς Procl.<i>Inst</i>.121, οὐδὲ [[ἄρα]] ἡ ἑτερότης αὐτὴ ἀ. Dam.<i>Pr</i>.192, τὸ κακόν Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.716D<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[lo que no tiene entidad]] Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.697A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no tiene existencia]] νεκροὺς καὶ ἀνουσίους ἑαυτοὺς ἡγοῦνται οἱ ἄνθρωποι cuando son objeto de injusticia, Olymp.<i>in Alc</i>.73.5<br /><b class="num">•</b>[[que no tiene existencia independiente]], [[que no subsiste por sí mismo]] ὁ ἐν ἀνθρώποις λόγος Eus.<i>DE</i> 5.5 (p.228.27).<br /><b class="num">3</b> [[inmaterial]] τὸ γενητὸν οὐκ ἀνούσιον Clem.Al.<i>Exc.Thdot</i>.10 (p.109.21).<br /><b class="num">4</b> en alquimia [[que no tiene sustancia específica]] σώματα Zos.Alch.p.160.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀνουσίως]] = [[no entitativamente]] μετέχειν Syrian.<i>in Metaph</i>.114.29, ἀ. ἔπασχεν del Logos, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1768A. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνούσιος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] οὐσίας, ὁ [[ἄνευ]] ὑλικῆς ὑποστάσεως, Ἐκκλ. 2) ὁ [[ἄνευ]] οὐσίας χρηματικῆς, δηλ. περιουσίας, μεταγεν. | |lstext='''ἀνούσιος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] οὐσίας, ὁ [[ἄνευ]] ὑλικῆς ὑποστάσεως, Ἐκκλ. 2) ὁ [[ἄνευ]] οὐσίας χρηματικῆς, δηλ. περιουσίας, μεταγεν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνούσιος]], -ον) [[ουσία]]<br /><b>1.</b> (για φαγητά) αυτός που δεν έχει ευχάριστη [[γεύση]], ο [[άνοστος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και [[λόγια]]) ο [[ανόητος]], [[εκείνος]] που δεν προκαλεί [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να επιδράσει [[πάνω]] στην ύλη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[εκτός]] πραγματικότητας, ο ουσιαστικά [[ανύπαρκτος]]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνούσιος]], -ον) [[ουσία]]<br /><b>1.</b> (για φαγητά) αυτός που δεν έχει ευχάριστη [[γεύση]], ο [[άνοστος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και [[λόγια]]) ο [[ανόητος]], [[εκείνος]] που δεν προκαλεί [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να επιδράσει [[πάνω]] στην ύλη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[εκτός]] πραγματικότητας, ο ουσιαστικά [[ανύπαρκτος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[οὐσία]]), <i>[[wesenlos]], ohne [[Substanz]]</i>, K.S. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνούσιον,
A without substance, οὐδὲ ἄρα ἡ ἑτερότης ἀ. Dam.Pr. 192; ἀ. καὶ νεκροί Procl. in Alc.p.271C., cf. Olymp.in Alc.p.92C.; δύναμις, of God, opp. οὐσιώδης, Procl.Inst.121. Adv. ἀνουσίως Syrian.in Metaph.114.29.
II in Alchemy, not affecting substance, superficial in action, σώματα Zos.Alch.p 160B,al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene entidad o ser op. οὐσιώδης de la πρωτίστη δύναμις ἐν τοῖς θεοῖς Procl.Inst.121, οὐδὲ ἄρα ἡ ἑτερότης αὐτὴ ἀ. Dam.Pr.192, τὸ κακόν Dion.Ar.DN M.3.716D
•subst. τὸ ἀ. lo que no tiene entidad Dion.Ar.DN M.3.697A.
2 fig. que no tiene existencia νεκροὺς καὶ ἀνουσίους ἑαυτοὺς ἡγοῦνται οἱ ἄνθρωποι cuando son objeto de injusticia, Olymp.in Alc.73.5
•que no tiene existencia independiente, que no subsiste por sí mismo ὁ ἐν ἀνθρώποις λόγος Eus.DE 5.5 (p.228.27).
3 inmaterial τὸ γενητὸν οὐκ ἀνούσιον Clem.Al.Exc.Thdot.10 (p.109.21).
4 en alquimia que no tiene sustancia específica σώματα Zos.Alch.p.160.
II adv. ἀνουσίως = no entitativamente μετέχειν Syrian.in Metaph.114.29, ἀ. ἔπασχεν del Logos, Leont.H.Nest.M.86.1768A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνούσιος: -ον, ὁ ἄνευ οὐσίας, ὁ ἄνευ ὑλικῆς ὑποστάσεως, Ἐκκλ. 2) ὁ ἄνευ οὐσίας χρηματικῆς, δηλ. περιουσίας, μεταγεν.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀνούσιος, -ον) ουσία
1. (για φαγητά) αυτός που δεν έχει ευχάριστη γεύση, ο άνοστος
2. (για ανθρώπους και λόγια) ο ανόητος, εκείνος που δεν προκαλεί ευχαρίστηση
μσν.
αυτός που δεν μπορεί να επιδράσει πάνω στην ύλη
αρχ.-μσν.
ο εκτός πραγματικότητας, ο ουσιαστικά ανύπαρκτος.